Выбрать главу

Εκεί θα έτρωγαν.

Ο Κυκλωπιανός άρχισε να κουνάει το πελώριο κεφάλι του και όσοι ήταν γύρω του τον κοίταζαν με ελπίδα, σίγουροι ότι ο υπέροχος αρχηγός τους είχε βρει μια λύση.

«Έχουμε άλλες δύο ώρες φως», ανακοίνωσε ο Μπέλσεν’ Κριγκ. «Ταχύς βηματισμός!»

Ακούστηκαν μερικά γρυλλίσματα διαμαρτυρίας γύρω από τον στρατηγό, αλλά σταμάτησαν αμέσως από το άγριο βλέμμα του Μπέλσεν’ Κριγκ.

«Ταχύς βηματισμός», είπε πάλι ήρεμα. Αν είχε να κάνει με μια συνηθισμένη κυκλωπιανή φυλή, μία από τις άγριες ομάδες που ζούσαν στα βουνά, ο Μπέλσεν’ Κριγκ κατά πάσα πιθανότητα θα έχανε τη ζωή του εκείνη τη στιγμή. Αυτοί όμως ήταν Πραιτωριανοί Φρουροί. Οι περισσότεροι εκπαιδεύονταν σε όλη τους τη ζωή για να υπηρετούν τον Γκρινσπάροου. Οι διαμαρτυρίες σταμάτησαν, αν εξαιρέσουμε μερικά γουργουρητά από άδεια στομάχια, και ο στρατός άρχισε πάλι την πορεία του κερδίζοντας τρία επιπλέον χιλιόμετρα μέχρι να δύσει ο ήλιος και να αρχίσει ο παγερός νυχτερινός αέρας.

Οι ανιχνευτές του Μπέλσεν’ Κριγκ γύρισαν στο στράτευμα λίγο μετά το στήσιμο του στρατοπέδου για να του πουν ότι είχαν ανακαλύψει ένα χωριό μπροστά τους, όχι μακριά από τον δρόμο που ακολουθούσαν, μόνο μερικά χιλιόμετρα βόρεια του Μόντφορτ. Το χωριό δεν ήταν άδειο, διαβεβαίωσαν τον Μπέλσεν’ Κριγκ, γιατί όταν σουρούπωσε, άναψαν φανάρια σε όλα τα σπίτια.

Ο Κυκλωπιανός αρχηγός χαμογέλασε ακούγοντας το νέο. Δεν ήξερε ακόμη τι συμπέρασμα να βγάλει για την εξέγερση, δεν ήξερε πόσο μπορεί να είχε εξαπλωθεί. Η εισβολή σε ένα μικρό χωριό μπορεί να είχε τους κινδύνους της, μπορεί να έκανε κι άλλους Εριαντοριανούς να προχωρήσουν στον πόλεμο κατά του Γκρινσπάροου. Μετά, ο Μπέλσεν’ Κριγκ σκέφτηκε τους στρατιώτες του, που το ηθικό τους μειωνόταν στον ίδιο ρυθμό με τη μείωση των τροφίμων. Αποφάσισε να μπουν στο χωριό για να πάρουν ό,τι χρειάζονταν. Δεν είχε σημασία αν σκότωναν μερικούς ανθρώπους κι έκαιγαν μερικά κτήρια.

Καθώς η φήμη εξαπλώθηκε γρήγορα στο κυκλωπιανό στρατόπεδο, οι στρατιώτες έπεσαν να κοιμηθούν γεμάτοι ελπίδες.

Γρήγορα έπεσε σκοτάδι στον καταυλισμό, αλλά η νύχτα, όπως και η προηγούμενη άλλωστε, δεν ήταν καθόλου ήσυχη, γι’ αυτό η ελπίδα μετατράπηκε σε ταραχή. Ομάδες ανταρτών περικύκλωσαν το στρατόπεδο αρχίζοντας να εκτοξεύουν βέλη. Μερικά ήταν αναμμένα, άλλα διαπερνούσαν σφυρίζοντας το σκοτάδι και καρφώνονταν στο έδαφος, στα δέντρα ή τα αντίσκηνα ή σε κάποιον Κυκλωπιανό ακόμη, αιφνιδιάζοντας και τρομάζοντας όσους βρισκόταν τριγύρω. Κάποια στιγμή, ένα τρομερό σμήνος από σχεδόν εκατό φλεγόμενα βέλη διέσχισε τον νυχτερινό ουρανό και, μολονότι δεν χτυπήθηκε ούτε ένας στρατιώτης, κλόνισαν το ηθικό τους.

Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήξερε ότι αυτές οι μικρές ομάδες δεν πρόκειται να κάνουν ουσιαστικές ζημιές, όπως επίσης ότι οι άνδρες του χρειάζονταν ξεκούραση, αλλά για λόγους γοήτρου έπρεπε να αντιδράσει. Δεν μπορούσε να αφήσει αναπάντητη μια τόσο τολμηρή επίθεση. Έστειλε μερικούς λόχους μέσα στο σκοτάδι, αλλά δεν είδαν τίποτα στα χιονισμένα και λασπωμένα χωράφια, ούτε άκουσαν τίποτα, πέρα από τα πειράγματα των αθέατων Εριαντοριανών, που ήξεραν καλά το έδαφος της περιοχής.

Ένας λόχος δέχτηκε μια ανοιχτή, μολονότι σύντομη επίθεση, στην κορυφή ενός μικρού λόφου, καθώς επέστρεφε στο στρατόπεδο. Μια ομάδα επαναστατών που ήταν κρυμμένοι γύρω τους, πετάχτηκαν ξαφνικά, όρμησαν και πέρασαν μέσα από τις τάξεις των Κυκλωπιανών χτυπώντας τους με ρόπαλα, παλιά σπαθιά, δικράνια και δρεπάνια. Πέρασαν ανάμεσά τους χωρίς να σταματήσουν για να πολεμήσουν και βγήκαν από την άλλη μεριά, για να εξαφανιστούν μέσα στο σκοτάδι. Μερικά δευτερόλεπτα φρενίτιδας, άλλο ένα μικρό αγκάθι που καρφώθηκε στο πλευρό του τεράστιου στρατού.

Στην πραγματικότητα, μόνο μια ντουζίνα Πραιτωριανοί σκοτώθηκαν εκείνη την ατελείωτη νύχτα, ενώ μόνο είκοσι περίπου τραυματίστηκαν. Ελάχιστοι όμως μπόρεσαν να κοιμηθούν, κι όσοι τα κατάφεραν, δεν κοιμήθηκαν καλά.

«Έτοιμο το δόλωμα;» ρώτησε ο Λούθιεν την Σιόμπαν λίγο πριν τα χαράματα της επόμενης μέρας. Ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος, έβρεχε και φυσούσε. Ο Λούθιεν κοίταζε από το βόρειο τείχος του Κάερ Μακντόναλντ την έκταση που απλωνόταν μπροστά του, χωράφια και φράχτες που είχαν αρχίσει να διακρίνονται μέσα στο πρώτο φως της αυγής. Σε κάποια σημεία διέκρινε γκρίζα μπαλώματα δίπλα στο σκούρο χώμα, τα τελευταία υπολείμματα του χιονιού, που έχανε τη μάχη με την άνοιξη.

«Στο Φέλινγκ Ντάουνς», απάντησε εκείνη. «Είχαμε πενήντα στρατιώτες εκεί όλη τη μέρα χτες κι αφήσαμε τα φανάρια αναμμένα μέχρι αργά τη νύχτα». Η Σιόμπαν γέλασε. «Περιμέναμε να μας επιτεθούν οι ανιχνευτές των Κυκλωπιανών, αλλά δεν πλησίασαν».