Выбрать главу

Οι υποδιοικητές δεν συμμερίζονταν τον ενθουσιασμό του υπασπιστή, γιατί ήξεραν ότι είναι σημαντικό να λεηλατήσουν αυτό το χωριό εξασφαλίζοντας τρόφιμα και διασκέδαση για τους κουρασμένους στρατιώτες. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ ήξερε ότι έχουν δίκιο, και συμμεριζόταν τους φόβους των υποδιοικητών του για πιθανές λιποταξίες. Το χωριό ήταν στην άλλη όχθη του ποταμού, μόνο σε ένα χιλιόμετρο απόσταση, σε ομαλό εύκολο έδαφος. Μια γρήγορη, εύκολη λεηλασία.

Και πάλι όμως ο στρατηγός ένιωθε εκείνη την επίμονη αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ είχε δει πάρα πολλές μάχες και, όπως όλοι οι καλοί πολεμιστές, είχε μια έκτη αίσθηση που τον προειδοποιούσε για τον κίνδυνο. Κάτι δεν του άρεσε εδώ.

Πριν προλάβει όμως να επεξεργαστεί αυτά τα συναισθήματα, να τα εξηγήσει στους υφισταμένους του ή απλώς να διατάξει τον στρατό να στρίψει νότια, οι υποδιοικητές του άρχισαν να του αραδιάζουν κάθε δυνατό επιχείρημα για να δικαιολογήσουν το γιατί πρέπει να περάσουν το ποτάμι και να λεηλατήσουν το χωριό. Είχαν αντιληφθεί ότι ο στρατηγός τους είχε μάλλον διαφορετική γνώμη, έτσι φοβούνταν ότι θα έχαναν αυτή την εύκολη μάχη πριν τη μεγάλη σύγκρουση στα τείχη του Μόντφορτ.

Ο Μπέλσεν’ Κριγκ τους άκουσε με προσοχή. Φοβόταν μήπως είχε αρχίσει να ανησυχεί χωρίς λόγο, να βλέπει φαντάσματα. Ήταν φανερό ότι ένα μεγάλο μέρος του Εριαντόρ είχε συμμαχήσει με τους επαναστάτες του Μόντφορτ —αυτό φαινόταν από τους ληστές που έκαναν επιθέσεις στα στρατόπεδά τους και από τις άμαξες με τα αχρηστεμένα τρόφιμα— αλλά οι κάτοικοι της υπαίθρου παρέμεναν ήσυχοι, ίσως όχι πιστοί στον Γκρινσπάροου, αλλά σίγουρα τρομοκρατημένοι.

Οι υποδιοικητές συνέχισαν να μιλούν. Ήθελαν γεύση από αίμα και ίσως λίγα τρόφιμα. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ αμφέβαλλε αν θα έβρισκαν είτε το ένα είτε το άλλο σε αυτό το ασήμαντο χωριό στην άλλη όχθη, αλλά τελικά υποχώρησε. Σε τελική ανάλυση, είχε μια δύναμη σχεδόν δεκαπέντε χιλιάδων Πραιτωριανών Φρουρών και το πιο βατό έδαφος του Μόντφορτ ήταν όντως από την άλλη μεριά του ποταμού.

«Θα περάσουμε απέναντι εδώ», δήλωσε ο στρατηγός και τα πρόσωπα των υποδιοικητών του φωτίστηκαν. «Το χωριό θα ισοπεδωθεί», συνέχισε, κάτι που έκανε ακόμη πιο πλατιά και άγρια τα χαμόγελά τους. «Αλλά», πρόσθεσε αυστηρά, κόβοντας την ξαφνική ευθυμία τους, «πρέπει να έχουμε δει τα τείχη του Μόντφορτ πριν τελειώσει η μέρα!»

Οι υποδιοικητές κοίταξαν όλοι τον υπασπιστή, που έκανε ενθουσιασμένος καταφατικά νεύματα. Το Μόντφορτ δεν απείχε πάνω από οχτώ χιλιόμετρα σε ομαλό έδαφος μετά το χωριό του Φέλινγκ Ντάουνς.

Όχι πολύ μακριά προς νότο, ο Λούθιεν με τους τριακόσιους πολεμιστές του περίμεναν ανήσυχοι. Ήταν κρυμμένοι πίσω από φράχτες, ανάμεσα σε βράχια, επίσης μέσα σε αυλάκια που είχαν σκάψει πίσω από μια ράχη. Περίμεναν ότι οι Κυκλωπιανοί θα ορμήσουν να περάσουν τη γέφυρα για να επιτεθούν στο Φέλινγκ Ντάουνς, όμως για κάποιο ακατανόητο λόγο ο στρατός είχε σταματήσει.

«Να πάρει», μουρμούρισε ο Λούθιεν καθώς διάβαιναν τα λεπτά χωρίς να συμβαίνει τίποτα. Είχαν ποντάρει στο γεγονός ότι οι Κυκλωπιανοί θα περνούσαν απέναντι. Αν έστριβαν νότια πριν το ποτάμι, τότε ο Λούθιεν και οι πολεμιστές του έπρεπε να γυρίσουν πίσω στο Κάερ Μακντόναλντ με τη μεγαλύτερη δυνατή ταχύτητα. Ακόμη κι αν ξέφευγαν χωρίς να πολεμήσουν —και ο Λούθιεν πίστευε ότι μπορούν— δεν θα είχαν κερδίσει τίποτα, μόνο θα είχαν χάσει, γιατί αυτοί οι τριακόσιοι άνδρες θα ήταν πιο χρήσιμοι αν έμεναν στην πόλη για να βοηθούσαν στις αμυντικές ετοιμασίες.

«Να πάρει!» ξαναείπε ο Λούθιεν ενώ η Σιόμπαν, που ήταν κρυμμένη δίπλα του, δεν είχε λόγια για να τον παρηγορήσει αυτήν τη φορά. Ήξερε το ρίσκο, γι’ αυτό περίμενε κι εκείνη να δει τι θα γίνει, δαγκώνοντας το χείλι της.

Συνέχισαν να παρακολουθούν καθώς αρκετοί Κυκλωπιανοί ξεχώρισαν από την κύρια μάζα του στρατού κι έτρεξαν στη γέφυρα. Οι μονόφθαλμοι βράδυναν το βήμα τους μόλις πλησίασαν, αρχίζοντας να δείχνουν συγκεκριμένα σημεία ο ένας στον άλλο. Γρήγορα έγινε φανερό ότι είχαν πάει να επιθεωρήσουν τη γέφυρα.

«Να πάρει!» ακούστηκε πάλι από τους επιδρομείς, και αυτή τη φορά δεν το είχε πει ο Λούθιεν αλλά η Σιόμπαν.

Η γέφυρα του Φέλινγκ Ραν υψωνόταν γύρω στα τέσσερα-πέντε μέτρα πάνω από το παγωμένο νερό, φτιαγμένη όλη από ξύλο. Ήταν φαρδιά, γερή και εξυπηρετούσε την περιοχή εδώ και πάρα πολύ καιρό, με μερικές μικροεπισκευές μόνο. Χωρούσε δέκα άλογα ή εφτά αλογόχοιρους σε παράταξη, και η καμπυλωτή επιφάνειά της ήταν αυλακωμένη από τις αμέτρητες εμπορικές άμαξες που την είχαν διασχίσει πηγαίνοντας από το Πορτ Τσάρλι στο Μόντφορτ.