Οι πέντε Κυκλωπιανοί, που είχαν σταλεί να την επιθεωρήσουν, ανέβηκαν στη γέφυρα χωρίς κανένα δισταγμό. Το ύψος της ήταν μόνο τεσσεράμισι μέτρα, ενώ το νερό ήταν ρηχό και το ρεύμα όχι πολύ γρήγορο. Οι πέντε Κυκλωπιανοί απλώθηκαν, δύο από κάθε πλευρά και ένας στη μέση να κατευθύνει την επιθεώρηση. Έπεσαν στα γόνατα, πιάστηκαν από την άκρη και έσκυψαν για να κοιτάξουν από κάτω.
Τα μεγάλα δρύινα δοκάρια έδειχναν γερά, ακλόνητα. Ακόμη και οι Κυκλωπιανοί, που δεν φημίζονταν για τις μηχανικές τους γνώσεις ή ικανότητες, έβλεπαν καθαρά την αντοχή της γέφυρας. Γρήγορα ακούστηκε ένα «γιο-χο» —το σήμα των Κυκλωπιανών ότι όλα είναι καλά— και μετά άλλο ένα, και τα δύο από τη δεξιά πλευρά της γέφυρας.
Ο μονόφθαλμος που κοίταζε από αριστερά προς την ανατολική όχθη, είδε κάτι παράξενο. Το ξύλο της γέφυρας ήταν παλιό και μαυρισμένο, εκτός από δύο χοντρές καβίλιες που έδειχναν ολοκαίνουριες, με πριονίδι ακόμη στις άκρες τους.
«Γιο-χο!» φώναξε ο πρώτος Κυκλωπιανός της αριστερής πλευράς, που μετά πλησίασε τον σύντροφό του από την ίδια πλευρά, τον μόνο που δεν είχε δώσει ακόμη το σήμα.
«Γιο-χο;» ρώτησε, σκύβοντας για να δει τι είχε τραβήξει την προσοχή του συναδέλφου του.
Εκείνος του έδειξε τις καινούριες καβίλιες.
«Και λοιπόν;» είπε ο άλλος μονόφθαλμος. «Έριξε πολύ χιόνι τον χειμώνα. Η γέφυρα χρειαζόταν φτιάξιμο».
Ο πρώτος Κυκλωπιανός δεν ήταν τόσο σίγουρος. Είχε μια επίμονη υποψία, γι’ αυτό ήθελε να πάει κάτω από τη γέφυρα για να δει από κοντά τι συμβαίνει. Ο σύντροφός του δεν ενθουσιάστηκε καθόλου με αυτή την ιδέα.
«Φώναξε “γιο-χο”!» επέμεινε.
«Μα η καβίλια…»
«Αν δε φωνάξεις, θα στρίψουμε νότια», γρύλλισε ο μονόφθαλμος.
«Μα αν πέσει…» άρχισε να λέει ο πρώτος Κυκλωπιανός, αλλά ο σύντροφός του τον έκοψε πάλι.
«Τότε αυτοί που είναι πάνω θα πέσουν κάτω», απάντησε. «Αλλά εκείνοι που θα περάσουν —και εμείς θα είμαστε οι πρώτοι— θα πάνε στο χωριό και θα φάνε. Το στομάχι μου γουργουρίζει όλη μέρα σήμερα και χτες! Φώναξε λοιπόν, γιατί αλλιώς θα σου χώσω τη γροθιά στο μάτι σου!»
«Τι βλέπετε;» φώναξε ο Κυκλωπιανός που έστεκε στη μέση της γέφυρας.
Ο περίεργος Κυκλωπιανός έριξε μια τελευταία ματιά στις καβίλιες και μετά στον αγριεμένο σύντροφό του. «Γιο-χο!» φώναξε, και ο μονόφθαλμος στη μέση, ανυπομονώντας κι αυτός να φτάσει στην πόλη, δεν έδωσε σημασία στην καθυστέρηση.
Το σήμα έφτασε στον στρατό, που άρχισε να κινείται αμέσως, με τους Κυκλωπιανούς να πυκνώνουν τις τάξεις τους για να χωρέσουν στη γέφυρα.
Κάτω από αυτήν τη γέφυρα, κρυμμένοι μέσα σε μικρά κιβώτια ανάμεσα στα κεντρικά δοκάρια, τρεις νάνοι πήραν βαθιές ανάσες ανακούφισης. Είχαν αφουγκραστεί με αγωνία την αρχική συζήτηση των ανιχνευτών στην άκρη της γέφυρας, αλλά τώρα άκουγαν ικανοποιημένοι τα βήματα των στρατιωτών και τις οπλές των αλογόχοιρων στις σανίδες από πάνω τους. Κρατούσαν από ένα μεγάλο ξύλινο σφυρί ο καθένας, έτοιμοι να ξεκαρφώσουν εκείνες τις αμφιλεγόμενες καβίλιες για να γκρεμίσουν τη γέφυρα, όταν θα έπαιρναν το σήμα.
Πιο κάτω στον νότο, η Σιόμπαν, ο Λούθιεν και οι άλλοι επιδρομείς αναστέναξαν κι αυτοί με ανακούφιση όταν είδαν τον στρατό του Άβον να περνά τη γέφυρα. Ο Λούθιεν έβγαλε το πτυσσόμενο τόξο και το άνοιξε. Οι άλλοι πέρασαν μακριά βέλη στις χορδές τους. Περίμεναν.
Η μισή δύναμη των Κυκλωπιανών είχε περάσει στην άλλη όχθη μαζί με όλο το ιππικό, όμως οι επιδρομείς δεν είχαν ρίξει ακόμη.
Οι γραμμές των μονόφθαλμων αναπτύσσονταν στον δρόμο πλησιάζοντας στο Φέλινγκ Ντάουνς. Οι Κυκλωπιανοί θα έβρισκαν το χωριό άδειο από κατοίκους και από εφόδια. Οι χωρικοί όμως είχαν αφήσει πολλές παγίδες, δόκανα, κι ακόμα κτήρια μουλιασμένα με πετρέλαιο, εφοδιασμένα με τσακμακόπετρες και μέταλλα στα κουφώματα της κάθε πόρτας, ώστε να πιάσουν φωτιά όταν κάποιος Κυκλωπιανός θα έμπαινε μέσα.
Οι επιδρομείς έπρεπε να ενεργοποιήσουν την ενέδρα την κατάλληλη στιγμή. Δεν ήθελαν να παγιδέψουν πάρα πολλούς Κυκλωπιανούς από αυτή την πλευρά της γέφυρας, γιατί θα τους έπαιρνε μερικά λεπτά για να κατεβούν στο ποτάμι και να τους επιτεθούν, ενώ από την άλλη μεριά δεν έπρεπε να περιμένουν τόσο πολύ ώστε να προλάβουν να περάσουν όλοι οι μονόφθαλμοι. Μια ξωτικιά ήταν κρυμμένη σε λιγότερο από εξήντα μέτρα απόσταση από τη γέφυρα, σε μια βαθιά τρύπα κάτω από κάποιο μοναχικό δέντρο. Η δουλειά της ήταν να μετρά τους μονόφθαλμους και να κάνει σήματα, έτσι τώρα ο Λούθιεν με τους άλλους περίμεναν να δουν τη λάμψη του καθρέφτη.
Εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του στρατού είχε πια περάσει, οι μονόφθαλμοι που απέμεναν στην άλλη όχθη ήταν πολύ σίγουροι, με αποτέλεσμα να έχει χαλαρώσει ο σχηματισμός τους. Η Σιόμπαν κοίταξε δεξιά-αριστερά κάνοντας νεύμα με το κεφάλι και τα μεγάλα τόξα τεντώθηκαν περιμένοντας το τελικό σήμα.