Μόλις ο καθρέφτης άστραψε, ο αέρας τραντάχτηκε από τις δονήσεις των χορδών. Ο πρώτος καταιγισμός έπεσε στην απέναντι όχθη, ανατολικά της γέφυρας, ένα μπαράζ από τριακόσια βέλη που είχε σκοπό να εμποδίσει όσους μονόφθαλμους είχαν περάσει ήδη απέναντι, να γυρίσουν πίσω στην άλλη όχθη πριν πέσει η γέφυρα.
Τα θανάσιμα βέλη προκάλεσαν σύγχυση στους Κυκλωπιανούς. Ακούστηκαν ουρλιαχτά και φωνές, ενώ στα νότια ήχησε ένα κέρας.
Πάνω στη γέφυρα είχε ξεσπάσει τέτοιος πανικός, με τους Κυκλωπιανούς να προσπαθούν να αποφασίσουν προς ποια όχθη να τρέξουν, ώστε δεν άκουσαν καν τους χτύπους, όταν οι νάνοι άρχισαν να χτυπούν τις καβίλιες κάτω από τη γέφυρα.
Το δεύτερο μπαράζ ήρθε από τον νότο και αυτή τη φορά χτύπησε τους τριακόσιους Κυκλωπιανούς που είχαν απομείνει στη δυτική όχθη.
Στις τάξεις των μονόφθαλμων ακούστηκαν διαταγές, καθώς οι διοικητές προσπαθούσαν να γυρίσουν τον στρατό για να αντιμετωπίσει τον απρόσμενο εχθρό. Οι Κυκλωπιανοί που ήταν κοντά στη γέφυρα, και από τις δύο όχθες, προσπαθούσαν να κάνουν σχηματισμό βάζοντας δίπλα-δίπλα τις μεγάλες ασπίδες τους για να αποκρούσουν το επόμενο μπαράζ.
Μια ομάδα ιππικού, μια ντουζίνα Κυκλωπιανοί σε αλογόχοιρους, ανάμεσά τους και ο υποδιοικητής Μακρυμανίκης, ανέβηκε καλπάζοντας στη γέφυρα από τα δυτικά. Ήθελαν να περάσουν απέναντι για να αναλάβουν τη διοίκηση της δύναμης που είχε μείνει στην άλλη όχθη.
Δοκάρια βόγγηξαν κι έτριξαν. Ακούστηκε ένας τρομερός κρότος καθώς έσπαζε ο πάγος κάτω από τη γέφυρα και μετά ακολούθησαν παφλασμοί. Η μονάδα του ιππικού βρισκόταν τώρα στη μέση της γέφυρας και οι έφιπποι Κυκλωπιανοί σκόρπιζαν τους πεζικάριους πετώντας μερικούς στο ποτάμι.
Η γέφυρα κατέρρευσε από κάτω τους.
Τώρα όλα τα βέλη από τον νότο ήταν συγκεντρωμένα στους άτυχους Κυκλωπιανούς που είχαν παγιδευτεί στη δυτική όχθη. Κάθε μπαράζ είχε λιγότερα θύματα, καθώς όλο περισσότεροι έπαιρναν θέση στον πυκνό σχηματισμό με τις μεγάλες ασπίδες τους ευθυγραμμισμένες άκρη με άκρη.
Οι επιδρομείς βγήκαν από τις κρυψώνες τους αλαλάζοντας Ελεύθερο Εριαντόρ! και Κάερ Μακντόναλντ!, εκτοξεύοντας τα τελευταία βέλη. Μετά όρμησαν στον εχθρό. Όταν έφτασαν σε απόσταση πέντε-έξι μέτρων, οι Κυκλωπιανοί βγήκαν πίσω από τις ασπίδες ορμώντας κι αυτοί, ανυπομονώντας να πολεμήσουν σώμα με σώμα. Αυτή η τακτική τους ήταν αναμενόμενη όμως, γι’ αυτό οι επαναστάτες αμέσως φρενάρισαν και γονάτισαν εκτοξεύοντας άλλο ένα μπαράζ από βέλη, τούτη τη φορά σχεδόν εξ επαφής.
Αυτός ο τελευταίος καταιγισμός αποδεκάτισε τους Κυκλωπιανούς σκοτώνοντας σχεδόν εκατό στρατιώτες και ρίχνοντας τους υπόλοιπους σε σύγχυση.
Ο Τυφλωτής βγήκε από τη θήκη και ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, με τον πορφυρό μανδύα να ανεμίζει στον πρωινό άνεμο, καθοδήγησε την έφοδο.
Στην άλλη όχθη του ποταμού ο κυκλωπιανός στρατός ούρλιαζε και βλαστημούσε. Μερικοί έριχναν λόγχες, άλλοι βέλη με βαλλίστρες, όμως, σαν μονόφθαλμοι, δεν είχαν σωστή αντίληψη του βάθους, οπότε οι βολές τους, αν και πυκνές, ήταν άστοχες.
Αλλά ο εχθρός ήταν ορατός και οι Κυκλωπιανοί διψούσαν για αίμα. Πολλοί άρχισαν να περνούν με προσοχή από τη γέφυρα πατώντας στα πεσμένα δοκάρια, ενώ άλλοι, υπακούοντας στη διαταγή του τυραννικού διοικητή τους, κατέβηκαν στην όχθη και προσπάθησαν να περάσουν πατώντας πάνω στον πάγο.
Μερικοί έφτασαν ως τη μέση σχεδόν, αλλά ξαφνικά ο πάγος έσπασε με αποτέλεσμα να βρεθούν μέσα στο παγωμένο νερό.
Στη δυτική όχθη η σφαγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Οι επαναστάτες είχαν μεγάλη αριθμητική υπεροχή, πάνω από δύο προς ένα, αλλά όσοι Κυκλωπιανοί είχαν απομείνει, Πραιτωριανοί Φρουροί όλοι, αρχικά αντιστάθηκαν. Καθώς όμως πέθαιναν όλο περισσότεροι και γινόταν φανερό ότι δεν πρόκειται να έλθει βοήθεια από την άλλη όχθη, ομάδες μονόφθαλμων άρχισαν να το βάζουν στα πόδια προς τα δυτικά, προς την κατεύθυνση από όπου είχαν έλθει, ενώ μέσα τους εύχονταν να μπορούσαν να γυρίσουν τρέχοντας στο Καρλάιλ.
Δεν πρόλαβαν να απομακρυνθούν πολύ όμως. Μόλις στα εκατό μέτρα απόσταση από τη γέφυρα βρήκαν κι άλλους εχθρούς, τις ανεξάρτητες ομάδες των ανταρτών που παρενοχλούσαν την κυκλωπιανή δύναμη από τότε που έφυγε από το Πορτ Τσάρλι.
Οι επαναστάτες από το Κάερ Μακντόναλντ, βλέποντας κι αυτοί την απρόσμενη βοήθεια, πήραν θάρρος, ενώ αντίθετα οι Κυκλωπιανοί έχασαν κι αυτό που τους είχε απομείνει. Και μέσα σε όλα ήταν ο Λούθιεν, που έτρεχε από συμπλοκή σε συμπλοκή, χτυπούσε με τον Τυφλωτή και φώναζε για το Εριαντόρ εμψυχώνοντας τους πολεμιστές του.
Οι Κυκλωπιανοί από την άλλη όχθη του ποταμού, ιδιαίτερα ένας πελώριος, κακομούτσουνος μονόφθαλμος πάνω σε έναν πελώριο, κακομούτσουνο αλογόχοιρο, πρόσεξαν κι αυτοί την Πορφυρή Σκιά. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ φώναξε να του δώσουν μια βαλλίστρα.