Η Σιόμπαν με τα εκατό ξωτικά, που πήραν μέρος στην επιδρομή, απομακρύνθηκαν από την συμπλοκή, όταν έγινε φανερό ότι οι υπόλοιποι Κυκλωπιανοί θα εξοντωθούν εύκολα. Τα ξωτικά πήραν τα τόξα τους, παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη και άρχισαν να απαντούν στις άστοχες βολές των μονόφθαλμων. Συγκέντρωσαν κυρίως την προσοχή τους σ’ εκείνους που είχαν πέσει στο ποτάμι ή προσπαθούσαν να περάσουν από την πεσμένη γέφυρα. Τα μισά ξωτικά κάλυψαν τους τρεις θαρραλέους νάνους, που ξεπρόβαλαν μέσα από τα ξύλα και βγήκαν στη δυτική όχθη.
Πολύ γρήγορα η γέφυρα είχε καθαριστεί από μονόφθαλμους, ενώ όσοι ήταν ακόμη ζωντανοί μέσα στο ποτάμι, που ξαφνικά είχε γίνει κόκκινο, γύρισαν και προσπάθησαν να ανεβούν στη δική τους όχθη.
Ο Λούθιεν ήλθε στην όχθη για να σταθεί δίπλα στη Σιόμπαν, με τον Τυφλωτή στο χέρι να στάζει κυκλωπιανό αίμα. Κοίταξε την μισοξωτική δίπλα του — και ξαφνικά έγειραν και οι δύο στο πλάι, καθώς ένα βέλος έσκισε τον αέρα ανάμεσά τους. Κοίταξαν απέναντι, είδαν τον Μπέλσεν’ Κριγκ και κατάλαβαν ότι αυτός ο τεράστιος Κυκλωπιανός τους είχε ρίξει. Ή μάλλον είχε ρίξει στον Λούθιεν. Η βολή δεν ήταν τυχαία.
Τα ξωτικά συνέχισαν το μπαράζ, αλλά οι Κυκλωπιανοί, που δεν δίσταζαν να εγκαταλείψουν τους συντρόφους τους για να σώσουν το δικό τους τομάρι, τραβήχτηκαν γρήγορα πίσω, ξέροντας ότι δεν μπορούν να αναμετρηθούν με ξωτικά στο τόξο.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ έμεινε στη θέση του ακίνητος πάνω στον αλογόχοιρο. Ο μονόφθαλμος στρατηγός και ο Λούθιεν κοίταζαν επίμονα ο ένας τον άλλο. Οι δυο στρατοί θα συγκρούονταν πολύ γρήγορα, αλλά ξαφνικά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι οι δύο δυνάμεις, όλοι οι άνθρωποι, οι νάνοι και τα ξωτικά από τη μια πλευρά και όλοι οι Κυκλωπιανοί από την άλλη, δεν ήταν παρά προεκτάσεις των δύο στρατηγών τους. Ξαφνικά, η επικείμενη μάχη για το Μόντφορτ, για το Κάερ Μακντόναλντ, έγινε μια προσωπική μονομαχία.
Η Σιόμπαν έριξε με το τόξο της πριν προλάβει να τη σταματήσει ο Λούθιεν. Το βέλος της, αφού πέρασε πάνω από το ποτάμι, χτύπησε τον Μπέλσεν’ Κριγκ στον ώμο.
Ο Κυκλωπιανός στρατηγός ούτε καν μόρφασε. Χωρίς να πάρει το επίμονο βλέμμα του από τον Λούθιεν, σήκωσε το χέρι κι έσπασε το βέλος. Μετά έκανε ένα βλοσυρό νεύμα, ο Λούθιεν απάντησε με ένα παρόμοιο και ο Μπέλσεν’ Κριγκ στρέφοντας τον αλογόχοιρό του απομακρύνθηκε καλπάζοντας. Πέρασε μέσα από έναν καταιγισμό βελών αλλά, αν κάποιο χτύπησε τον ίδιο ή τον αλογόχοιρο, δεν πρέπει να τους έκανε σημαντική ζημιά.
Ο Λούθιεν έμεινε αμίλητος στην όχθη κοιτάζοντας τον τερατώδη αντίπαλό του. Ο εχθρός είχε γίνει πραγματικός γι’ αυτόν τώρα, πολύ πραγματικός. Το δέος και ο φόβος που ένιωσε όταν είδε για πρώτη φορά την ασημόμαυρη μάζα του στρατού του Άβον, μεγάλωσαν ακόμη περισσότερο τώρα που είχε δει τον αρχηγό του.
Στη δυτική όχθη η συμπλοκή τελείωσε σε μερικά λεπτά. Οι απώλειες των επιδρομέων ήταν λιγότεροι από ογδόντα άτομα, μόνο πληγωμένοι κυρίως φέροντας τραύματα όχι σοβαρά, ενώ πάνω από τριακόσιοι Κυκλωπιανοί κείτονταν νεκροί στο χιόνι και στη λάσπη.
Μια αδιαμφισβήτητη νίκη για τους επαναστάτες, αλλά καθώς ο στρατός του Άβον απομακρυνόταν προς τη γέφυρα πηγαίνοντας προς το Φέλινγκ Ντάουνς και μετά προς το Κάερ Μακντόναλντ, ο Λούθιεν αναρωτήθηκε αν αυτή η ασήμαντη αψιμαχία θα επηρέαζε την τελική έκβαση της σύγκρουσης.
Αργότερα εκείνο το πρωί ο Όλιβερ και η Κατρίν με τη δύναμη του Πορτ Τσάρλι, που βρισκόταν ακόμη πολλά χιλιόμετρα δυτικά, είδαν τους μαύρους καπνούς στα ανατολικά, καθώς το Φέλινγκ Ντάουνς παραδινόταν στις φλόγες και την οργή του κυκλωπιανού στρατού.
Το θέαμα ήταν γλυκόπικρο, γιατί οι πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι είχαν μάθει ήδη από τις ομάδες των ανεξάρτητων ανταρτών ότι η ενέδρα στο Φέλινγκ Ντάουνς είχε πάει καλά. Από την άλλη μεριά όμως οι καπνοί τους θύμιζαν ότι ο πόλεμος δεν θα ήταν χωρίς κόστος, όπως επίσης, σε ένα πιο πρακτικό, άμεσο επίπεδο, ότι είχαν ακόμη μια μεγάλη πορεία μπροστά τους και μια μεγάλη μάχη αμέσως μετά.
Καθώς απλωνόταν το σούρουπο στο Εριαντόρ, ο στρατός του Πορτ Τσάρλι στρατοπέδευσε για τελευταία φορά πριν τη μάχη. Ο Όλιβερ απομακρύνθηκε μόνος του από το στρατόπεδο με τον Θρεντμπέαρ διασχίζοντας τα σκοτεινά χωράφια. Έφτασε σε έναν ψηλό λόφο κι από εκεί είδε τις φωτιές.
Εκατοντάδες φωτιές, χιλιάδες φωτιές, μια αχανής θάλασσα από Κυκλωπιανούς. Ο πολυλογάς Όλιβερ μην έχοντας δει ποτέ του τόσους πολλούς εχθρούς συγκεντρωμένους, άρχισε να φοβάται πολύ, περισσότερο για τον Λούθιεν και τους κατοίκους του Μόντφορτ παρά για τον εαυτό του, γιατί ήξερε πως όσο γρήγορα κι αν προχωρούσαν, όσο νωρίς κι αν έφευγαν, η δύναμη του Πορτ Τσάρλι δεν θα έφτανε στο πεδίο της μάχης παρά μόνο στο τέλος της επόμενης μέρας.