Выбрать главу

Τα ξωτικά της Σιόμπαν πολέμησαν γενναία —όπως επίσης οι άλλοι, κυρίως άνθρωποι, που κρατούσαν τη βορειοδυτική γωνία και τη δυτική πλευρά— αλλά η γραμμή τους ήταν πολύ λεπτή και αραιή, με αποτέλεσμα το τείχος να παραβιάστεί σε αρκετά σημεία μέσα σε λίγες στιγμές.

Ξάφνου, από το εσωτερικό τείχος ακούστηκαν τρία κοφτά σαλπίσματα από κέρας, κι αμέσως, όλοι όσοι μπορούσαν, υποχώρησαν από το εξωτερικό τείχος τρέχοντας προς την πύλη της πόλης.

Οι νάνοι ήταν έτοιμοι με τα τσεκούρια αλλά, προς τιμή τους, περίμεναν μέχρι την τελευταία στιγμή, δίνοντας σ’ εκείνους που πολεμούσαν στο εξωτερικό τείχος όσο περισσότερον χρόνο μπορούσαν για να ξεφύγουν. Στο τέλος όμως δεν γινόταν να περιμένουν άλλο, καθώς Κυκλωπιανοί είχαν μπει μέσα στην αμυντική γραμμή και τους πλησίαζαν, έτσι ώστε αν δεν χρησιμοποιούσαν αμέσως τα τσεκούρια για να κόψουν τα σχοινιά, θα βρίσκονταν να μάχονται σώμα με σώμα.

Ένα-ένα τα σχοινιά κόπηκαν βγάζοντας εκκωφαντικούς κρότους, και οι πέτρες του εξωτερικού τείχους έτριξαν.

Ο Λούθιεν κρατούσε την ανάσα του. Το τείχος έμοιαζε να μένει στη θέση του για μερικές ατελείωτες στιγμές, στηριγμένο ίσως από την πίεση που δεχόταν από την άλλη πλευρά. Τελικά γκρεμίστηκε αρχίζοντας από τα δυτικά και προχωρώντας κυκλικά προς τα βόρεια, σαν ένα μεγάλο κύμα που σκάει σε παραλία.

Στην πραγματικότητα δεν σκοτώθηκαν πολλοί Κυκλωπιανοί από την πτώση του τείχους. Δεν κατέρρευσε πάνω τους αλλά έπεσε αργά, σαν δέντρο, γι’ αυτό πολλοί πρόλαβαν να τραβηχτούν πίσω. Όμως, η σύγχυση που ακολούθησε, έσπασε τον σχηματισμό τους, έτσι ώστε, όταν οι τοξότες του Λούθιεν στο εσωτερικό τείχος εξαπέλυσαν το πρώτο μπαράζ από βέλη, ήταν περισσότερα αυτά που χτύπησαν κυκλωπιανή σάρκα παρά μεταλλικές ασπίδες.

Ο Λούθιεν δεν παρακολούθησε αυτό το εξοντωτικό μπαράζ. Αυτός και πενήντα άλλοι βρίσκονταν στο πλάτωμα πίσω από την κύρια πύλη, καβάλα στα καλύτερα άλογα που υπήρχαν στην πόλη. Οι εσωτερικές πόρτες του Κάερ Μακντόναλντ άνοιξαν, ενώ ταυτόχρονα έπεφταν σχοινιά και ανεμόσκαλες από την εξωτερική πλευρά του τείχους, για να βοηθήσουν τη φυγή εκείνων που έρχονταν απ’ έξω. Οι τοξότες διάλεγαν τους στόχους τους με προσοχή, σκοτώνοντας τους Κυκλωπιανούς που προπορεύονταν, ώστε όσο το δυνατόν λιγότεροι επαναστάτες να συμπλακούν σε μάχη σώμα με σώμα έξω από την πόλη.

Το ιππικό όρμησε από την πύλη με επικεφαλής τον Λούθιεν, με τον πορφυρό μανδύα και τα κοκκινωπά μαλλιά του να ανεμίζουν πίσω του και τον Τυφλωτή υψωμένο στον γκρίζο πρωινό ουρανό.

Πίσω από τα ερείπια του εξωτερικού τείχους, ο Μπέλσεν’ Κριγκ και οι υποδιοικητές του ανασυντάχθηκαν γρήγορα εξαπολύοντας μια νέα μανιασμένη επίθεση. Ο Λούθιεν και οι έφιπποι σύντροφοί του ετοιμάστηκαν να την αντιμετωπίσουν και να την επιβραδύνουν, ώστε να προλάβουν να μπουν στην πόλη εκείνοι που έρχονταν τρέχοντας από το εξωτερικό τείχος. Ο νεαρός Μπέντγουιρ ανασύνταξε το ιππικό γύρω του ορίζοντας τη γραμμή της εφόδου. Ο κύριος όγκος των Κυκλωπιανών απείχε είκοσι μέτρα, έχοντας εισχωρήσει κατά δέκα μέτρα από το εξωτερικό τείχος.

Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν κατάπληκτα καθώς το έδαφος ανασηκώθηκε μπροστά στα πόδια του εχθρού και ο Σάγκλιν με τους πεντακόσιους νάνους του βγήκαν από τις κρυψώνες τους, αρχίζοντας να κατακρεουργούν τους μισητούς μονόφθαλμους εχθρούς τους.

Άλλος ένας καταιγισμός από βέλη έπεσε από το τείχος πίσω από τον Λούθιεν. Η μεγαβαλλίστρα της Μητρόπολης άνοιξε μια τεράστια τρύπα στις γραμμές των Κυκλωπιανών.

«Εριαντόρ ελεύθερο!» βρυχήθηκε ο Λούθιεν ορμώντας με πενήντα ιππείς δίπλα του σε μετωπική σύγκρουση με την ασημόμαυρη μάζα των Πραιτωριανών.

Ακολούθησαν τα πιο φρικτά και συγκεχυμένα λεπτά της νεαρής ζωής του Λούθιεν Μπέντγουιρ μέσα σ’ εκείνο το συνονθύλευμα από σώματα, το βουητό από τα βέλη, τις κραυγές των ετοιμοθάνατων. Παντού, έβρισκε έναν Κυκλωπιανό για να χτυπήσει με το σπαθί του. Ξαφνικά έχασε το άλογο κάτω από τα πόδια του, μα τον έπιασε, καθώς έπεφτε, ένας νάνος τον οποίο δεν πρόλαβε να ευχαριστήσει, γιατί αμέσως τους χώρισε μια ομάδα εχθρών που χτυπούσαν προς όλες τις πλευρές.

Ο Λούθιεν χτυπήθηκε κάμποσες φορές αλλά σχεδόν δεν το πρόσεξε. Κάρφωσε έναν Κυκλωπιανό με τον Τυφλωτή βυθίζοντας τη λάμα στο σώμα του μέχρι τα μισά περίπου, μετά ελευθέρωσε το σπαθί και χτύπησε διαγώνια τυφλώνοντας έναν άλλο. Ο πρώτος Κυκλωπιανός όμως δεν είχε πεθάνει, ήταν τόσο εξαγριωμένος, χαμένος και τρομοκρατημένος ταυτόχρονα, που ήταν αδύνατο να σωριαστεί κάτω και να πεθάνει.