Ο Λούθιεν αισθάνθηκε αίμα να τρέχει στο πλάι από το πόδι του. Γύρισε για να αποτελειώσει τον τραυματισμένο μονόφθαλμο αλλά δεν πρόλαβε, καθώς όρμησε ανάμεσά τους ένα νέο κύμα που τους χώρισε. Στις προηγούμενες συγκρούσεις, ακόμη και μέσα ή γύρω από τη Μητρόπολη, οι συμπλοκές του Λούθιεν ήταν πάντα προσωπικές, βρισκόταν πρόσωπο με πρόσωπο με έναν αντίπαλο, δίπλα-δίπλα μ’ έναν φίλο, μέχρι να μπορέσει να περάσει στην επόμενη συμπλοκή. Αυτήν τη φορά όμως τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Οι μισοί Κυκλωπιανοί με τους οποίους ξιφομάχησε είχαν ήδη τραύματα από προηγούμενες συγκρούσεις, ενώ οι περισσότεροι φίλοι που είδε, παρασύρθηκαν από τη μανιασμένη πίεση των μονόφθαλμων πριν προλάβει καν να τους κάνει ένα νεύμα αλληλεγγύης.
Από τους τοξότες που είχαν υποχωρήσει στο εσωτερικό τείχος για να ενισχύουν τις γραμμές των αμυνόμενων, τα βέλη έπεφταν με καταιγιστικό ρυθμό. Με το ιππικό του Λούθιεν και τους νάνους να πολεμούν μέσα στις τάξεις του εχθρού, οι Κυκλωπιανοί δεν μπορούσαν να φτιάξουν αμυντικό σχηματισμό.
Όμως η ορμή του ιππικού και των νάνων είχε εξαντληθεί, για τούτο η γραμμή των Κυκλωπιανών μπορεί να λύγισε αλλά δεν έσπασε. Η μάχη μετατράπηκε σε μια φρενιτιώδη υποχώρηση για τους ιππείς και για τους λίγους νάνους που κατάφεραν να ξεφύγουν από τη μάζα των Πραιτωριανών.
Έβγαιναν σε μικρές ομάδες μέσα από τις τάξεις των μονόφθαλμων, όλοι με τα όπλα και τα σώματά τους να στάζουν αίματα, έτσι ώστε δεν θα κατάφερνε ούτε ένας νάνος ή ιππέας να επιστρέψει στην πόλη, αν δεν κάλυπταν την υποχώρησή τους οι τοξότες από το τείχος.
Ο Λούθιεν ήταν σίγουρος πια ότι θα πεθάνει. Σκότωσε έναν Κυκλωπιανό, αλλά το σπαθί του σφηνώθηκε στο στέρνο του αντιπάλου του. Πριν προλάβει να το ελευθερώσει και να γυρίσει για να αμυνθεί, τον χτύπησε στα πλευρά ένα βαρύ ρόπαλο. Ζαλισμένος, με κομμένη την ανάσα, στριφογύρισε και σωριάστηκε κάτω.
Το επόμενο πράγμα που αντιλήφθηκε ήταν ότι μισότρεχε προς το τείχος στηριγμένος πάνω σε κάποιον ο οποίος σχεδόν τον κουβαλούσε. Άκουγε τα γρυλλίσματα των Κυκλωπιανών πίσω του, άκουγε το βουητό από τα βέλη πάνω από το κεφάλι του, αλλά κατά κάποιο τρόπο του φαίνονταν όλα μακρινά.
Τον ανέβασαν από μια ανεμόσκαλα, ώσπου τον έπιασαν από πάνω κάμποσα χέρια και τον τράβηξαν στο τείχος. Καθώς έπεφτε προς τα μέσα κοίταξε πίσω και το τελευταίο πράγμα που είδε πριν χάσει τις αισθήσεις του ήταν το πρόσωπο και η γενειάδα του Σάγκλιν, καθώς ο καλός του φίλος ανέβαινε στο τείχος στηρίζοντάς τον.
«Σε χρειάζονται πάνω στο τείχος!» ακούστηκε μια φωνή μέσα στο κεφάλι του Λούθιεν, μια μακρινή έκκληση, μια φωνή που αναγνώριζε. Ανοίγοντας τα θολωμένα μάτια του είδε την Σιόμπαν σκυμμένη από πάνω του.
»Μπορείς να σηκωθείς;» τον ρώτησε.
Ο Λούθιεν δεν καταλάβαινε, αλλά ούτε αντιστάθηκε καθώς η Σιόμπαν ανασήκωσε το κεφάλι του από την κουβέρτα και τον έπιασε από το χέρι.
«Το τείχος;» ρώτησε ο Λούθιεν. Ανακάθισε διώχνοντας τη ζάλη από το μυαλό του. Ξαφνικά του ήρθαν όλες οι αναμνήσεις από εκείνο το πρωί, η φρίκη της μάχης, το αίμα, τα ουρλιαχτά, σαν τις εικόνες ενός εφιάλτη που δεν έχεις ξεχάσει ακόμη μέσα στο φως της αυγής.
«Κρατήσαμε», τον πληροφόρησε η Σιόμπαν, καθώς τον τραβούσε για να τον σηκώσει όρθιο. Μόλις σηκώθηκε, τον κράτησε και τον σταθεροποίησε. «Τους χτυπήσαμε, τους σκορπίσαμε. Το πεδίο της μάχης είναι γεμάτο από τους νεκρούς τους.
Τα λόγια της άρεσαν στον Λούθιεν, αλλά υπήρχε κάτι στον τόνο της, μια βαθύτερη ένταση, σαν να προσπαθούσε να πείσει περισσότερο τον εαυτό της παρά εκείνον. Έτσι δεν παραξενεύτηκε όταν η Σιόμπαν συνέχισε:
»Αλλά ανασυντάχθηκαν και προελαύνουν πάλι», του εξήγησε. «Τα τραύματά σου δεν είναι τόσο άσχημα, και η παρουσία σου είναι απαραίτητη στο τείχος». Καθώς του μιλούσε, τον έσερνε ταυτόχρονα στηρίζοντάς τον, με αποτέλεσμα ο Λούθιεν να αισθανθεί πάλι σαν μαριονέτα, σαν διακοσμητικό σύμβολο της επανάστασης. Εκείνη τη στιγμή δεν αμφέβαλλε ότι αν είχε σκοτωθεί, η Σιόμπαν δεν θα το έλεγε σε κανέναν. Θα τον έστηνε απλώς στο τείχος, θα έδενε τον Τυφλωτή στο σηκωμένο χέρι του και θα έκρυβε έναν νάνο κάτω από τον μανδύα για να φωνάζει πολεμικές ιαχές.
Όταν όμως ανέβηκαν στο τείχος, ο Λούθιεν άρχισε να δικαιολογεί την ψυχρότητα των πράξεων της Σιόμπαν. Το πεδίο της μάχης μπροστά στο Κάερ Μακντόναλντ, σ’ όλη τη ζώνη μέχρι τα ερείπια του εξωτερικού τείχους, ήταν στρωμένο από πτώματα, μουσκεμένο από αίμα, τεράστιες λίμνες αίμα που δεν το απορροφούσε το παγωμένο έδαφος. Κάθε τόσο, καθώς κάποιος από το τείχος πετούσε ένα αντικείμενο κάτω, ο αέρας γέμιζε φτεροκοπήματα από αμέτρητα όρνεα που πετιούνταν τρομαγμένα στον γκρίζο ουρανό — έναν ουρανό ο όποιος είχε σκοτεινιάσει καθώς προχωρούσε η μέρα.