Выбрать главу

Ήταν μια τόσο τραγική, απίστευτη σκηνή σφαγής, ώστε ο Λούθιεν δεν μπορούσε να την συλλάβει καλά με τον νου του. Οι περισσότεροι νεκροί ήταν Κυκλωπιανοί, ασημί και μαύρο κοκκινισμένα από το αίμα, αλλά ανάμεσά τους υπήρχαν επίσης αλλιώτικα πτώματα, άνδρες, γυναίκες, μερικά ξωτικά και πολλοί, πολλοί νάνοι.

Αυτό είδε περισσότερο ο Λούθιεν, τους νεκρούς νάνους. Τους γενναίους νάνους που πετάχτηκαν στη μέση του κυκλωπιανού στρατού προκαλώντας χάος και καταστροφή, παρ’ όλο που ήξεραν ότι πολλοί θα το πλήρωναν με τη ζωή τους. Ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι κείτονταν όλοι νεκροί στο πεδίο της μάχης, έχοντας θυσιαστεί όχι για να σώσουν το Κάερ Μακντόναλντ αλλά μόνο για να αποκρούσουν την πρώτη κυκλωπιανή επίθεση.

Με πρόσωπο χλομό, ανασαίνοντας βαθιά, ο Λούθιεν κοίταξε την Σιόμπαν. «Πόσοι;» ρώτησε.

«Πάνω από τριακόσιοι», απάντησε εκείνη σκυθρωπή. «Οι διακόσιοι, νάνοι». Μετά η Σιόμπαν ύψωσε το παράστημά της, τράβηξε πίσω τους ώμους και έσφιξε το λεπτό της σαγόνι. «Αλλά οι νεκροί Κυκλωπιανοί είναι πενταπλάσιοι», είπε· πράγματι ο Λούθιεν κοιτάζοντας κάτω υπολόγισε ότι πρέπει να υπήρχαν τουλάχιστον τόσα πτώματα στο πεδίο της μάχης.

Μετά κοίταξε πέρα από το γκρεμισμένο εξωτερικό τείχος την ασημόμαυρη μάζα, τον στρατό του Άβον που πλησίαζε πάλι. Η θέση του ήλιου στον ουρανό ξεχώριζε μόνο σαν μια περιοχή με πιο ανοιχτόγκριζο χρώμα, που από το ύψος όπου βρισκόταν έδειχνε ότι δεν ήταν ακόμη μεσημέρι. Οι Πραιτωριανοί όμως προήλαυναν πάλι για να επαναλάβουν τη σφαγή, να σκεπάσουν τους νεκρούς με ένα δεύτερο στρώμα σκοτωμένων.

«Όλα μέσα σε ένα πρωί!» ψιθύρισε.

Γύρισε για να εξετάσει τη γραμμή των αμυνόμενων. Αυτήν τη φορά δεν θα υπήρχε η πτώση του εξωτερικού τείχους, ούτε η ενέδρα των νάνων. Αυτήν τη φορά οι Κυκλωπιανοί θα έφταναν μέχρι το εσωτερικό τείχος και, αν νικούσαν τους υπερασπιστές του, αν έμπαιναν στην πόλη, το Κάερ Μακντόναλντ θα έπεφτε.

Θα έπεφτε, η επανάσταση θα έπαιρνε τέλος, το Εριαντόρ δεν θα ελευθερωνόταν. Ο Λούθιεν δεν εξέτασε τις προσωπικές συνέπειες που θα είχε κάτι τέτοιο, δεν σκέφτηκε καν ότι μπορεί να πέθαινε μέσα στις επόμενες ώρες, ούτε αναρωτήθηκε τι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει αν έπεφτε η πόλη χωρίς να σκοτωθεί ο ίδιος. Τώρα διακυβεύονταν πολύ περισσότερα και η κατάσταση ήταν πολύ σημαντική για να κάνει κανείς προσωπικές σκέψεις.

Μια νέα δύναμη κύλησε στα τσακισμένα μέλη του. Σήκωσε το σπαθί του ψηλά στον αέρα τραβώντας την προσοχή όλων γύρω του.

«Εριαντόρ ελεύθερο!» ακούστηκε η ιαχή. «Κάερ Μακντόναλντ!»

Δίπλα του η Σιόμπαν έκανε ένα ικανοποιημένο νεύμα. Φοβόταν ότι ο Λούθιεν θα λιποθυμούσε από τα τραύματά του, ενώ σκεφτόνταν επίσης ότι το παλληκάρι θα έβρισκε πολύ δύσκολη την επόμενη μάχη. Είχε κάνει όμως αυτά που έπρεπε να κάνει, οπότε, αν μετά από αυτή την επίθεση ήταν ανάμεσα στους νεκρούς, η Σιόμπαν θα φρόντιζε να καλλιεργήσει τον μύθο του. Θα πρόσθετε το όνομα του Λούθιεν στις πολεμικές ιαχές των στρατιωτών που θα απέμεναν για να υπερασπίσουν το Κάερ Μακντόναλντ.

Αλλά αυτές οι σκέψεις είναι για μια άλλη φορά, σκέφτηκε η Σιόμπαν. Οι καταπέλτες έριξαν, η μεγαβαλλίστρα αντήχησε και οι χελώνες των Κυκλωπιανών —δύο τώρα, όχι τρεις όπως στην πρώτη επίθεση— συνέχισαν να προχωρούν. Πάνω στο τείχος χίλια τόξα τεντώθηκαν κι έριξαν, και ξανά, και ξανά και ξανά ένα πυκνό χαλάζι από βέλη που σφύριζαν και χτυπούσαν σε ασπίδες διερχόμενα πότε-πότε μέσα από κάποιο άνοιγμα του κυκλωπιανού σχηματισμού.

Και αυτοί συνέχιζαν να προχωρούν, μια ασημόμαυρη ασταμάτητη πλημμύρα. Διάβηκαν τα ερείπια του εξωτερικού τείχους και συνέχισαν περνώντας γύρω ή πάνω από τους νεκρούς. Ο ασταμάτητος κρότος από τα βέλη που χτυπούσαν πάνω σε μέταλλο έγινε ένας συνεχής αχός, που ανακατευόταν με το βούισμα από τις χορδές των τόξων κάνοντας τον ίδιο τον αέρα να δονείται.

Η Πραιτωριανή Φρουρά έσπασε τον σχηματισμό μονάχα αφού είχε πλησιάσει τουλάχιστον δεκαπέντε μέτρα κοντά στο τείχος. Εμφανίστηκαν ανεμόσκαλες και δεκάδες Κυκλωπιανοί άρχισαν να στριφογυρίζουν σχοινιά με μεγάλους γάντζους ορμώντας προς το τείχος. Μια μεγάλη ομάδα που κρατούσε ένα κομμένο δέντρο, επιτέθηκε στην κεντρική πύλη.

Ένας καταιγισμός βελών από τους πυλώνες της πύλης αποδεκάτιζε τους Κυκλωπιανούς που κρατούσαν τον πολιορκητικό κριό, αλλά αμέσως έπαιρναν τη θέση τους άλλοι.

Γρήγορα ακούστηκε η μεταλλική κλαγγή των σπαθιών κι από τις δυό μεριές του οχυρώματος. Κραυγές μανίας ανακατεύτηκαν με κραυγές αγωνίας, βρυχηθμούς, θρήνους και ξεφωνητά θριάμβου, που την επόμενη στιγμή γίνονταν ουρλιαχτά αγωνίας καθώς χτυπούσε ο επόμενος αντίπαλος.

Στην αρχή οι Κυκλωπιανοί πέθαιναν ασταμάτητα, δέκα μονόφθαλμοι για κάθε έναν επαναστάτη. Αλλά καθώς αγκριφώνονταν περισσότεροι γάντζοι στο τείχος, καθώς όλο και πιο πολλοί Πραιτωριανοί κατάφερναν να ανεβούν πιέζοντας τη γραμμή των υπερασπιστών, η αναλογία άρχισε να αλλάζει.