Ο Τυφλωτής σηκώθηκε κόβοντας σαν μαχαίρι και άνοιξε το πρόσωπο του Κυκλωπιανού από το πηγούνι μέχρι το μέτωπο. Μετά το σπαθί στράφηκε προς τα κάτω σε μια διαγώνια κυκλική κίνηση, που έκοψε τον ώμο του μονόφθαλμου όπως και το κάτω μέρος του λαιμού του, ώσπου κατέληξε στη δεξιά πλευρά του θώρακα. Ο Λούθιεν πρόλαβε να τον καρφώσει άλλη μια φορά στην κοιλιά, καθώς εκείνος έπεφτε κάτω.
Την επόμενη στιγμή γύρισε αστραπιαία σηκώνοντας ενστικτωδώς το σπαθί μπροστά του και μόλις που πρόλαβε να αποκρούσει το σπαθί του τρίτου Κυκλωπιανού. Ο Τυφλωτής υψώθηκε, απέκρουσε ξανά, μια τρίτη φορά ακόμα, και με κάθε απόκρουση ο Λούθιεν κέρδιζε έδαφος αναγκάζοντας τον αντίπαλό του να οπισθοχωρήσει. Ένιωθε να τον σπρώχνει μια ασυγκράτητη μανία. Εδώ ήταν η πατρίδα του, το Εριαντόρ! Κάρφωνε κι έκοβε, έσκυβε και χτυπούσε τον μονόφθαλμο χαμηλά, μετά πηδούσε πάνω στοχεύοντας το μάτι του.
«Πόσα χτυπήματα θα αποκρούσεις;» βρυχήθηκε στα μούτρα του Κυκλωπιανού, απωθώντας τον συνέχεια προς τα πίσω μέχρι που εκείνος σκόνταψε.
Ένα ρόπαλο, που εκτοξεύτηκε από μια κοντινή συμπλοκή, χτύπησε τον Λούθιεν στο πόδι με αποτέλεσμα να παραπατήσει κι αυτός. Ο Κυκλωπιανός προσπάθησε να ανακόψει την ορμή του, να περάσει στην επίθεση καρφώνοντας με το κοντό σπαθί του, αλλά ο Λούθιεν οπισθοχώρησε πριν ορμήσει ξάφνου πάλι μπροστά, περνώντας δίπλα από το απλωμένο όπλο, και καρφώσει τον Τυφλωτή στην καρδιά του αντιπάλου του.
Όλα είχαν συμβεί μέσα σε μερικές στιγμές. Σκότωσε τρεις αντιπάλους πριν προλάβει καλά-καλά να στάξει το αίμα από το σπαθί του. Ο Λούθιεν, ελευθερώνοντας τον Τυφλωτή από τον Κυκλωπιανό, γύρισε αμέσως, σίγουρος ότι κάποιος άλλος θα ήταν έτοιμος να του επιτεθεί. Παρατήρησε με έκπληξη ότι οι Κυκλωπιανοί τριγύρω είχαν λιγοστέψει απρόσμενα. Κοίταξε την πύλη και είδε ότι οι σκληροτράχηλοι νάνοι του Σάγκλιν, πολεμώντας σε ευθεία γραμμή, είχαν καταφέρει να απωθήσουν τους Κυκλωπιανούς έξω από τα τείχη και τώρα πολλοί απ’ αυτούς είχαν βάλει την πλάτη τους στη σπασμένη πόρτα κρατώντας την κλειστή. Ωστόσο, θα έπρεπε να είχαν μπεί περισσότεροι Κυκλωπιανοί από τη σπασμένη πύλη.
Έτρεξε σε μια στοίβα κιβώτια εκεί κοντά, πήδησε πάνω τους και από αυτό το ψηλότερο σημείο κατάλαβε την τακτική των μονόφθαλμων. Αντί να μείνουν για να πολεμήσουν κοντά στην πύλη, πολλοί είχαν ξεφύγει και έτρεχαν σκορπίζοντας στους δρόμους του Κάερ Μακντόναλντ.
Ακούστηκε μια κραυγή από το τείχος, ότι οι Κυκλωπιανοί έξω υποχωρούσαν. Επαναλήφθηκε σε όλο το μήκος της αμυντικής γραμμής συνοδευόμενο από ζητωκραυγές. Με τη σφαγή να γίνεται όλο και πιο μονόπλευρη στο εσωτερικό της πύλης, η δεύτερη επίθεση είχε απωθηθεί όπως κι η πρώτη.
Ο Λούθιεν δεν ένιωθε μεγάλη διάθεση για ζητωκραυγές. «Έξυπνο!», ψιθύρισε με ένα νοερό χειροκρότημα για τον αντίπαλό του στρατηγό, ο οποίος θα ήταν σίγουρα εκείνος ο πελώριος και άσχημος Κυκλωπιανός που είχε δει στον Φέλινγκ Ραν.
Μια στιγμή αργότερα βρέθηκε δίπλα του η Σιόμπαν με τον ώμο της μουσκεμένο από φρέσκο αίμα. «Υποχώρησαν», του είπε.
«Όμως, πολλοί χώθηκαν μέσα στην πόλη», της απάντησε σκυθρωπός ο Λούθιεν.
«Θα τους κυνηγήσουμε και θα τους βρούμε», του υποσχέθηκε η Σιόμπαν και ο Λούθιεν δεν αμφέβαλλε για τα λόγια της. Ήξερε όμως, όπως ήξερε και η Σιόμπαν, ότι το κυνήγι των Κυκλωπιανών θα είχε το κόστος τους. Ο σκοπός του ελιγμού ήταν ακριβώς τούτος, να αναγκαστούν να ψάξουν αυτούς τους μονόφθαλμους, γιατί θα χρειάζονταν μέχρι και δέκα επαναστάτες για να βρουν κάθε Κυκλωπιανό που θα είχε κρυφτεί στα πολλά δρομάκια του Κάερ Μακντόναλντ.
Κάπου μακριά από το τείχος ακούστηκε μια κραυγή: «Φωτιά!» ενώ μια στήλη μαύρου καπνού άρχισε να ανεβαίνει αργά από το εσωτερικό της πόλης. Οι Κυκλωπιανοί είχαν πιάσει κιόλας δουλειά.
Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας το τείχος, σκέφτηκε πάλι τον έξυπνο αντίπαλό του, έναν πολύ καλύτερο στρατηγό απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς από τη φυλή των μονόφθαλμων. Πρέπει να υπήρχαν γύρω στις είκοσι χιλιάδες αντίπαλοι εκατέρωθεν αντιμέτωποι μεταξύ τους, ενώ μερικές χιλιάδες ακόμη ήταν ήδη νεκροί, αλλά ξαφνικά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι πρόκειται για μια προσωπική σύγκρουση, όπως είχε γίνει και στον Φέλινγκ Ραν. Ο άσχημος Κυκλωπιανός εναντίον του νεαρού Μπέντγουιρ.
Και, αν έχανε, όλο το Κάερ Μακντόναλντ θα πλήρωνε βαρύ τίμημα.
14
Σούρουπο
«Θα χιονίσει απόψε», είπε η Σιόμπαν στον Λούθιεν και στους άλλους που έστεκαν δίπλα της στο τείχος. Στην πόλη πίσω τους μαίνονταν κάμποσες πυρκαγιές. Το απόγευμα είχαν βρει πολλούς Κυκλωπιανούς και τους είχαν πιάσει, υπήρχαν κι άλλοι όμως που τριγύριζαν κάνοντας σαμποτάζ.