Выбрать главу

«Δεν θα περιμένει», της απάντησε ο Λούθιεν.

Η Σιόμπαν τον κοίταξε. Από τον τόνο του καθώς επίσης και από το γεγονός ότι είχε αναφερθεί στον αρχηγό των Κυκλωπιανών κι όχι στον στρατό του Άβον, κατάλαβε τι μπορεί να σκεφτόταν ο νεαρός Μπέντγουιρ.

Κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της προς την πόλη, είδε άλλη μια ομάδα πολεμιστών με πρόσωπα μαύρα από την καπνιά να βγαίνουν από ένα δρομάκι και να έρχονται προς το τείχος. Από κάτω, οι νάνοι του Σάγκλιν δούλευαν σκληρά για να ενισχύσουν την πύλη, η οποία όμως δεν ήταν σχεδιασμένη εξ αρχής για να αντέξει σε τόσο μεγάλη πίεση. Μέχρι τότε οι μάχες για την πόλη ήταν σχετικά μικρής κλίμακας, κυρίως με ληστρικές φυλές Κυκλωπιανών. Η κύρια πύλη, αν και μεγάλη, δεν είχε καταρρακτή, τη σιδερένια καγκελωτή πόρτα που ανοιγοκλείνει κατακόρυφα και είναι πολύ πιο δύσκολο να παραβιαστεί. Οι νάνοι είχαν κάνει σχέδια να κατασκευάσουν μια τέτοια πόρτα αλλά δεν πρόλαβαν, καθώς έπρεπε να δώσουν προτεραιότητα σε άλλα αμυντικά έργα, όπως στην προετοιμασία του εξωτερικού τείχους για να καταρρεύσει την κατάλληλη στιγμή.

«Βάλε τους στο τείχος», είπε ο Λούθιεν σε έναν άνδρα δίπλα του, αναφερόμενος στην ομάδα που έβγαινε από την πόλη. «Και στείλε ισάριθμούς άνδρες πίσω στην πόλη για να κυνηγήσουν τους Κυκλωπιανούς και να βοηθήσουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους που σβήνουν τις φωτιές». Ο άνθρωπος κατένευσε σκυθρωπός, φεύγοντας αμέσως.

»Ξεκίνα λοιπόν!» ψιθύρισε ο Λούθιεν μέσα στον παγερό αέρα, αφού στράφηκε πάλι στον κάμπο έξω από την πόλη, ενώ η Σιόμπαν καταλάβαινε ότι μιλούσε στον εχθρό του. Ο πόλεμος ήταν σκληρός και γινόταν όλο και σκληρότερος. Όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες της πόλης πολεμούσαν στα τείχη, τώρα όμως ακόμη και οι ηλικιωμένοι, τα παιδιά καθώς και οι τραυματίες έπρεπε να βοηθήσουν πολεμώντας είτε τους μονόφθαλμους είτε τις φωτιές. «Ας τελειώνουμε!»

«Είσαι τόσο σίγουρος ότι θα έλθουν οι μονόφθαλμοι», είπε η Σιόμπαν.

«Η θύελλα θα είναι δυνατή», απάντησε ο Λούθιεν. «Και ο αρχηγός τους το ξέρει. Η προέλαση κατά της πόλης θα είναι πιο δύσκολη τη πρωί, αν θα μπορέσουν καν να προελάσουν μέσα στη θύελλα, να ανεβούν την ανηφοριά μέσα στον αέρα και το χιόνι». Ο Λούθιεν κούνησε το κεφάλι του. «Όχι», είπε απευθυνόμενος στους γύρω του. «Ο εχθρός δεν θα περιμένει. Η κατάλληλη στιγμή για να χτυπήσει είναι τώρα, με τον ήλιο ακόμη στον ουρανό και τις φωτιές να καίνε πίσω μας, με τις θέσεις μας εξασθενημένες στο τείχος και την πύλη τσακισμένη ακόμη από την προηγούμενη επίθεση».

«Οι νάνοι δουλεύουν γρήγορα», είπε ένας πολεμιστής, θέλοντας να αναφερθεί σε κάτι θετικό.

Ο Λούθιεν δεν έφερε αντίρρηση.

«Ναι, θα έλθουν τώρα», συμφώνησε η Σιόμπαν. «Μπορούμε όμως να τους κρατήσουμε;»

Ο Λούθιεν της έριξε μια ματιά πριν κοιτάξει τα άλλα πρόσωπα, που ξαφνικά παρακολουθούσαν με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση. «Θα κρατήσουμε», είπε αποφασιστικά ο Λούθιεν, με σφιγμένα τα δόντια. «Θα τους διώξουμε από την πύλη μας πάλι, θα τους σκοτώσουμε στον κάμπο και μετά θα αφήσουμε τη θύελλα να τους σταματήσει, να παγώσει τους λίγους που θα ’χουν μείνει ζωντανοί. Εριαντόρ ελεύθερο!»

Ζητωκραυγές ξέσπασαν σ’ εκείνο το μέρος του τείχους. Η Σιόμπαν δεν φώναξε. Συνέχισε να κοιτάζει διαπεραστικά, επίμονα τον Λούθιεν, ενώ αυτός είχε γυρίσει πάλι προς τον κάμπο και δεν την πρόσεχε. Η Σιόμπαν ήξερε ότι η σιγουριά που έδειχνε ήταν για χάρη των άλλων επαναστατών. Ο Λούθιεν δεν ήταν ανόητος. Τρεις, τέσσερις ή ίσως και πέντε χιλιάδες Κυκλωπιανοί είχαν σκοτωθεί ή ήταν πολύ σοβαρά τραυματισμένοι για να πολεμήσουν πάλι, αλλά επίσης οι γραμμές των υπερασπιστών, με τις απώλειες που είχαν και με εκείνους που κυνηγούσαν Κυκλωπιανούς μέσα στην πόλη ή πάλευαν με τις φλόγες, είχαν αραιώσει στον ίδιο σχεδόν βαθμό. Επιπλέον, κάθε επαναστάτης που χανόταν και κάθε τοξότης που θα μπορούσε να εκτοξεύσει μια ντουζίνα βέλη πριν ακόμη πλησιάσουν στο τείχος οι μονόφθαλμοι, άξιζε όσο αρκετοί Κυκλωπιανοί.

Στην προηγούμενη επίθεση παραλίγο να χάσουν το τείχος, μολονότι οι πιθανότητες τους ευνοούσαν πολύ περισσότερο και τα οχυρωματικά έργα της πόλης ήταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση.

Ο Λούθιεν κοίταξε διαπεραστικά την Σιόμπαν, σαν να είχε ακούσει με κάποιο τρόπο τις σιωπηλές της αμφιβολίες. «Στείλε μήνυμα σε όλη την πόλη», είπε. «Όσοι δεν είναι στο τείχος ή δεν έχουν άλλα καθήκοντα, να αποσυρθούν μέσα στα τείχη της εμπορικής συνοικίας. Οι περισσότεροι ας πάνε στη Μητρόπολη.

Ο Σιόμπαν δάγκωσε το χείλι της. Κρύωνε από το αίμα που είχε χάσει, από τον παγερό αέρα αλλά και από την επιβεβαίωση ότι ο Λούθιεν συμμεριζόταν τις αμφιβολίες της. Αυτά ήταν σχέδια υποχώρησης και τα έβαζε σε εφαρμογή γιατί πίστευε ότι το εξωτερικό τείχος, επομένως και η κάτω πόλη, θα χανόταν πριν πέσει η νύχτα.