Выбрать главу

»Και δώσε όπλα σε όλους», πρόσθεσε ο Λούθιεν καθώς απομακρυνόταν η Σιόμπαν. «Ακόμη και στα παιδιά. Ακόμη και στους πολύ ηλικιωμένους».

Η Σιόμπαν δεν γύρισε να τον κοιτάξει για να μη δει ο Λούθιεν τον αθέλητο μορφασμό της. Το ενδεχόμενο της ήττας την πονούσε βαθιά, όπως πονούσε και τον Λούθιεν. Μετά τη μάχη, οι νικητές Κυκλωπιανοί δεν θα έδειχναν έλεος.

Ήταν όλοι εξοικειωμένοι με αυτό το είδος μάχης τώρα, μετά από μία μόνο μέρα, έτσι δεν υπήρξε κανένας πανικός στο τείχος όταν εμφανίστηκε πάλι η ασημόμαυρη μάζα χωρισμένη σε δύο πελώρια τετράγωνα που προχωρούσαν αργά προς την πόλη.

Άκουσαν τον ρυθμικό χτύπο των τύμπανων και την βροντή των βημάτων. Πότε-πότε ακουγόταν η χορδή ενός τόξου αλλά, απ’ αυτή την απόσταση, ακόμη και τα βέλη από τα μεγάλα τόξα των ξωτικών δεν μπορούσαν να διαπεράσουν το φράγμα των μεταλλικών ασπίδων. Ο Λούθιεν ήθελε να δώσει εντολή να σταματήσουν να ρίχνουν. Οι Κυκλωπιανοί θα πλησίαζαν γρήγορα, πολύ γρήγορα.

Δεν μίλησε όμως, καθώς συνειδητοποίησε ότι η επιθυμία του να μαλώσει τους πολεμιστές του οφειλόταν σε εκνευρισμό και φόβο, κι ότι τα ίδια αυτά συναισθήματα έκαναν τους επαναστάτες να ρίχνουν βέλη τόσο μακριά. Οι τοξότες δεν προκαλούσαν ουσιαστικές απώλειες στους Κυκλωπιανούς, αλλά τόνωναν το δικό τους κουράγιο.

Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι το κουράγιο και η βλακεία μπορεί να μην απέχουν τόσο πολύ μεταξύ τους.

Έδιωξε αυτές τις ανόητες σκέψεις από το μυαλό και την καρδιά του. Βρισκόταν στο Κάερ Μακντόναλντ, στον τόπο του, στο Εριαντόρ, δεν ήταν βλακεία λοιπόν να πεθάνει εδώ για αυτή την ιδέα που λέγεται ελευθερία, μια κατάσταση που ο Λούθιεν δεν είχε γνωρίσει ουσιαστικά μέσα στις δύο μόλις δεκαετίες της ζωής του.

Οι Κυκλωπιανοί, αφού έφτασαν στα ερείπια του εξωτερικού τείχους, πέρασαν από πάνω τους σαν ένα ασταμάτητο κύμα ασημόμαυρου θανάτου. Τα τόξα άρχισαν να ρίχνουν το ένα μετά το άλλο ή πολλά μαζί, ενώ οι καταπέλτες και οι μεγαβαλλίστρες έριχναν όσο πιο γρήγορα προλάβαιναν να φορτώσουν οι χειριστές τους καλάθια με πέτρες ή βαριές λόγχες. Αλλά πόσους θα κατάφερναν να σκοτώσουν; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν καθώς έριχνε κι αυτός με το τόξο του. Εκατό; Πεντακόσιους; Ακόμη και αν σκότωναν τόσους πολλούς, οι Κυκλωπιανοί μπορούσαν να αντέξουν τις απώλειες. Ο αέρας γύρω από τον Λούθιεν βούιζε από τις δονήσεις των χορδών, αλλά οι τάξεις των Κυκλωπιανών δεν κλονίστηκαν. Οι υπερασπιστές της πόλης είχαν εγκλιματιστεί γρήγορα σε αυτό το είδος μάχης, όμως το ίδιο είχε γίνει και με τους Πραιτωριανούς, αφού οι επαναστάτες δεν είχαν να τους χτυπήσουν με τίποτα το καινούριο ή απροσδόκητο.

Τα τετράγωνα των παρατάξεων μετατράπηκαν σε έναν όχλο που έτρεχε προς το τείχος. Εμφανίστηκαν εκατοντάδες σχοινιά με γάντζους, επίσης δεκάδες σκάλες από ίσιους κορμούς με κλαδιά καρφωμένα ή δεμένα σαν σκαλοπάτια, γιατί οι Κυκλωπιανοί δεν είχαν μείνει άπραγοι στο διάστημα πριν τη νέα επίθεση. Το τείχος του Κάερ Μακντόναλντ δεν ήταν αρκετά ψηλό για να τους καθυστερήσει. Οι υπερασπιστές στο μεταξύ δεν προλάβαιναν να σκοτώσουν όλους τους μονόφθαλμους, να κόψουν όλα τα σχοινιά, να σπρώξουν μακριά όλες τις σκάλες.

Ο Λούθιεν αναρωτήθηκε μήπως θα έπρεπε να σημάνει υποχώρηση αμέσως, να τρέξουν όλοι πίσω στο εσωτερικό τείχος, δίπλα στη Μητρόπολη, αφήνοντας την κάτω πόλη στους Κυκλωπιανούς. Μέσα στις λίγες στιγμές που χρειάστηκε για να σκεφτεί, ξέσπασε για τα καλά η μάχη και το δίλημμα δεν είχε πια νόημα.

Οι νάνοι του Σάγκλιν, μια συμπαγής δύναμη παρά την κούραση και τα τραύματα, κρατούσαν τον ανοιχτό χώρο στην κύρια πύλη. Κοιτάζοντας έξω από τον πυλώνα, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι οι νάνοι δεν ήταν αρκετοί. Ένα πλήθος από Πραιτωριανούς Φρουρούς προσπαθούσαν ήδη να σπάσουν τις κλεισμένες πόρτες. Πίσω τους περίμενε μια ομάδα ιππικού με μεγάλους αλογόχοιρους και τους πιο μεγαλόσωμους και δυνατούς Κυκλωπιανούς. Ο Λούθιεν είδε τον άσχημο στρατηγό ανάμεσα στις τάξεις τους. Ήθελε να φωνάξει στους τοξότες να συγκεντρώσουν τις βολές τους σε αυτό το σημείο αλλά, όταν κοίταξε γύρω, κατάλαβε ότι ήταν πολύ αργά. Ελάχιστοι από τους επαναστάτες στο τείχος κρατούσαν ακόμη τα τόξα τους, ενώ όσοι τα κρατούσαν, τα χρησιμοποιούσαν σαν ρόπαλα για να χτυπήσουν τους Κυκλωπιανούς που ανέβαιναν στο τείχος σε μια πεισματική ασταμάτητη ροή.

Ο Λούθιεν έτρεξε κατά μήκος του τείχους. Έκοψε ένα σχοινί, μετά ένα δεύτερο, κατόπιν άκουσε μια φωνή από κάτω και αποφάσισε ότι το καλύτερο σημείο θα ήταν ανάμεσα στους νάνους. Τα ρήγματα στο τείχος ήταν επικίνδυνα φυσικά, αλλά αν έχαναν τον χώρο μπροστά στην πύλη, θα έχαναν και το μεγαλύτερο μέρος της πόλης.