Όταν βρέθηκε ανάμεσα στους νάνους του Σάγκλιν, είδε ότι η μάχη είχε αρχίσει ήδη στην πύλη. Ένα από τα μεγάλα θυρόφυλλα είχε πέσει από την πίεση και στο άνοιγμα είχαν αρχίσει να στοιβάζονται νεκροί, νάνοι και Κυκλωπιανοί.
Ο Λούθιεν, συναντώντας τον Σάγκλιν, έπιασε τον φίλο του από τον ώμο — ένας αποχαιρετισμός.
«Δεν θα τους κρατήσουμε αυτήν τη φορά», παραδέχτηκε ο νάνος, ενώ ο Λούθιεν μπόρεσε να κάνει μόνο ένα καταφατικό νεύμα, καθώς δεν είχε λόγια για να απαντήσει στην σκληρή αλλά προφανώς σωστή πρόβλεψη.
Οι Κυκλωπιανοί άρχισαν να κερδίζουν έδαφος στην πύλη, η πίεσή τους ανάγκαζε τους νάνους να υποχωρούν. Κάθε βήμα προς τα πίσω μεγάλωνε την περιοχή της σύγκρουσης, αφήνοντας περισσότερο χώρο για να μπουν κι άλλοι Κυκλωπιανοί στη μάχη.
«Εριαντόρ ελεύθερο!» είπε ο Λούθιεν στον Σάγκλιν. Αντάλλαξαν ένα χαμόγελο και όρμησαν μαζί για να πεθάνουν.
Από τα πράσινα μάτια της Σιόμπαν κυλούσαν δάκρυα καθώς έτρεχε από θέση σε θέση πάνω στο τείχος, ενισχύοντας την άμυνα όπου έβλεπε κάποιον Κυκλωπιανό να έχει πατήσει στις επάλξεις. Το ξίφος της ήταν γεμάτο σημάδια από τα σχοινιά που έκοβε και τα χτυπήματα πάνω στις πέτρες του τείχους, αλλά κι αυτά δεν φαίνονταν κάτω από το αίμα, φρέσκο ή ξεραμένο, που σκέπαζε τη λεπίδα.
Έτρεξε σε άλλο ένα ρήγμα της αμυντικής γραμμής, αλλά σταμάτησε ξαφνικά σχεδόν γλιστρώντας πάνω στα αίματα, καθώς είδε ένα ασημί κράνος να ξεπροβάλει πάνω από το τείχος. Το ξίφος της κατέβηκε με δύναμη ανοίγοντας στη μέση το κράνος μαζί με το κρανίο του Κυκλωπιανού.
Επέτρεψε στον εαυτό της να πάρει μια ανάσα και να κοιτάξει το τείχος για μια στιγμή. Οι Κυκλωπιανοί ανέβαιναν σε μεγάλους αριθμούς. Σε λίγο θα άρχιζαν να πηδούν μέσα στην πόλη, οπότε θα τελείωναν όλα. Τα πράγματα έδειχναν ότι θα υψωθεί πάλι η σημαία του Μόντφορτ και του Γκρινσπάροου και κάτω από την τυραννία τους ο λαός της Σιόμπαν, τα νεραϊδογέννητα ξωτικά, θα γνώριζαν για άλλη μια φορά τη δουλεία.
Η Σιόμπαν κούνησε το κεφάλι και ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη. Δεν θα έκανε ξανά την πόρνη για κάποιον έμπορο που θα είχε την εύνοια του Γκρινσπάροου! Όχι, θα πέθαινε εδώ, σήμερα, σκοτώνοντας όσους Πραιτωριανούς μπορούσε, με την ελπίδα —μια ελπίδα που γινόταν όλο πιο φευγαλέα— ότι οι προσπάθειές της δεν θα πήγαιναν εντελώς χαμένες, ότι οι μεταγενέστεροι θα είχαν καλύτερη μοίρα, χάρη στη δική της θυσία.
Άλλο ένα ασημί κράνος εμφανίστηκε πάνω από τις επάλξεις. Άλλος ένας Κυκλωπιανός έπεσε νεκρός στο έδαφος κάτω από το τείχος.
Ο Λούθιεν πολεμούσε τώρα δίπλα στον Σάγκλιν, όμως δεν είχαν καταφέρει να πλησιάσουν τη σπασμένη πύλη. Οι τάξεις των νάνων δεν μπορούσαν να παραμείνουν αρκετά συνεκτικές για να αναχαιτίσουν τους Κυκλωπιανούς, που συνέχιζαν να μπαίνουν σε ένα συνεχές, ασταμάτητο κύμα.
Ο Λούθιεν αναρωτήθηκε πότε θα ορμούσε μέσα το ιππικό του εχθρού. Ευχόταν να βρει μια ευκαιρία, μία μόνο ευκαιρία να χτυπήσει τον αποκρουστικό αρχηγό των μονόφθαλμων. Μπορεί να κατάφερνε τουλάχιστον να κερδίσει μια προσωπική νίκη, έστω κι αν ο πόλεμος είχε πια χαθεί.
Ο Τυφλωτής διέγραψε μια κυκλική τροχιά αποκρούοντας την τελευταία στιγμή μια κυκλωπιανή λόγχη. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι αυτό ήταν το τίμημα της απροσεξίας του και για μια στιγμή φοβήθηκε ότι οι φαντασίες του για τον αρχηγό του εχθρού τον είχε φέρει σε πολύ επικίνδυνη θέση, χωρίς χώρο να υποχωρήσει!
Ο μονόφθαλμος αντίπαλός του, βλέποντας ένα άνοιγμα, όρμησε με όλη του τη μανία. Ξαφνικά όμως παραπάτησε κι έπεσε στο πλάι, ενώ πίσω του φάνηκε ο Σάγκλιν που έκλεισε το μάτι στον φίλο του.
«Στην πόρτα;» ρώτησε ο νάνος.
«Υπάρχει άλλο μέρος για μας;» απάντησε ο Λούθιεν και γύρισαν μαζί αναζητώντας ένα άνοιγμα, που θα τους οδηγούσε στην πρώτη γραμμή της μάχης.
Σταμάτησαν ξαφνικά καθώς ακούστηκε ένα δυνατό σφύριγμα από τις πέτρες πάνω από τη σπασμένη πόρτα. Πράσινες σπίθες και πράσινη φωτιά τινάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις και η μάχη σταμάτησε, καθώς νάνοι, Κυκλωπιανοί κι άνθρωποι γύρισαν να κοιτάξουν.
Ακολούθησε μια έκρηξη η οποία εκτίναξε εκτυφλωτική φωτιά και ένα σύννεφο γκριζοπράσινου καπνού, που όμως χάθηκαν όσο απότομα είχαν εμφανιστεί, ενώ στη θέση τους, αντί για την απλή λεία πέτρα του τείχους, φάνηκε ξαφνικά μια καγκελόπορτα — μια τεράστια καγκελόπορτα!
«Για όνομα του Μπρους Μακντόναλντ!..» ακούστηκε η κραυγή του Σάγκλιν ανάμεσα στις εμβρόντητες φωνές όλων όσων παρακολούθησαν το απίστευτο θέαμα, ιδιαίτερα των άτυχων Κυκλωπιανών που βρίσκονταν ακριβώς κάτω από το τεράστιο ακιδωτό κατασκεύασμα.
Η καγκελόπορτα κατέβηκε με έναν δυνατό βρόντο συντρίβοντας τους μονόφθαλμους από κάτω κι εμποδίζοντας την προέλαση όσων ήταν έξω από την πύλη, μα και την υποχώρηση όσων είχαν ήδη μπεί μέσα στην πόλη.