Οι νάνοι δεν περίμεναν για εξηγήσεις, όρμησαν με μανία στη μάχη ελπίζοντας να καθαρίσουν γρήγορα το μέρος για να ενισχύσουν την άμυνα του τείχους.
Ο Λούθιεν έμεινε για μερικές στιγμές να κοιτάζει απορημένος την καγκελόπορτα. Ήξερε ότι ήταν μαγικό δημιούργημα —ήταν ένας από τους λίγους πολεμιστές που είχαν ξαναδεί κάτι παρόμοιο στο παρελθόν— αλλά αναρωτιόταν αν το είχε προκαλέσει κάποιος που έπαιρνε μέρος στη μάχη ή ήταν ένα άγνωστο μαγικό ξόρκι το οποίο ενυπήρχε στο ίδιο το Κάερ Μακντόναλντ, κάποια μαγική προφύλαξη ενσωματωμένη μέσα στις πέτρες του τείχους για να ενεργοποιηθεί όταν οι υπερασπιστές της θα βρίσκονταν σε έσχατη ανάγκη.
Ένα κέρας ακούστηκε από την πέρα άκρη του κάμπου, ενώ οι ζητωκραυγές των υπερασπιστών στο τείχος έδιναν απάντηση στα ερωτήματα του Λούθιεν. Ξέφυγε από τη συμπλοκή, ανέβηκε στις επάλξεις και είδε την έφοδο συμμάχων.
Το βλέμμα του καρφώθηκε αμέσως σε ένα κάτασπρο άλογο και σε ένα άσχημο κίτρινο πόνι και, μολονότι δεν ήταν παρά δυο μικρά στίγματα στον μακρινό κάμπο, ο Λούθιεν κατάλαβε ότι είχαν φτάσει ο Όλιβερ και η Κατρίν.
Όντως είχαν έρθει, οδηγώντας μαζί τους μια δύναμη που είχε αυξηθεί σε δύο χιλιάδες πολεμιστές σχεδόν, με το εκστρατευτικό σώμα του Πορτ Τσάρλι να υπερδιπλασιάζεται από τις ομάδες των ανεξάρτητων ανταρτών που προσχώρησαν στις τάξεις τους κατά τη διάρκεια της πορείας.
Μια βροχή από βέλη άρχισε να πέφτει πάνω στους ταραγμένους μονόφθαλμους έξω από το τείχος. Εδώ κι εκεί γίνονταν εκρήξεις πάνω από τα κεφάλια τους, εκτοξεύοντας κομμάτια μυτερό ατσάλι που τους πονούσαν και τους τύφλωναν.
Ο Λούθιεν ήξερε να αναγνωρίζει τα αποτελέσματα της μαγείας και, καθώς κοίταζε τους συμμάχους που πλησίαζαν, κατάλαβε ποιος άλλος είχε απαντήσει στο κάλεσμα του Κάερ Μακντόναλντ. «Ο Μπριντ’Αμούρ!» ψιθύρισε με φωνή γεμάτη ευγνωμοσύνη και ξαφνική ελπίδα.
Η Σιόμπαν βρέθηκε δίπλα του εκείνη τη στιγμή, τον έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της φιλώντας τον στο μάγουλο. Ο Λούθιεν τύλιξε το χέρι του στη μέση της κι έκανε μια περιστροφή γύρω της, έναν χορό καθαρής χαράς.
«Ήρθε η Κατρίν!» φώναξε η Σιόμπαν. «Και ο Όλιβερ! Κι έφεραν και μερικούς φίλους!»
Η στιγμή της αγαλλίασης για το ζευγάρι, αλλά και για όλους τους υπερασπιστές, έσβησε γρήγορα από την πραγματικότητα της μάχης που συνεχιζόταν. Ο Λούθιεν κοίταξε τη σκηνή προσπαθώντας να επινοήσει κάποιο νέο σχέδιο. Αν και οι εχθροί είχαν ακόμη την αριθμητική υπεροχή, αναρωτήθηκε μήπως θα μπορούσε να καταστρέψει ολόκληρο τον κυκλωπιανό στρατό στο πεδίο της μάχης εκείνη τη στιγμή. Αν κατάφερναν να συντηρήσουν τη σύγχυση στις τάξεις των μονόφθαλμων, αν υπήρχαν κάποιες λιποταξίες ανάμεσα τους…
Αλλά τούτοι ήταν Πραιτωριανοί και ο Λούθιεν ήξερε πόσο ικανός είναι ο αρχηγός τους. Ο Μπέλσεν’ Κριγκ μελέτησε κι αυτός τα γεγονότα και μετά έδωσε εντολή να αλλάξουν κατεύθυνση όλες οι κυκλωπιανές δυνάμεις, όσες δεν είχαν παγιδευτεί μέσα στην πόλη.
«Όχι!» έκανε ξέπνοα ο Λούθιεν, βλέποντας τους χιλιάδες Πραιτωριανούς με τις ασημόμαυρες στολές να σχηματίζουν μια νέα παράταξη εναντίον των ενισχύσεων που πλησίαζαν. Ακόμη κι από αυτή την απόσταση, μπορούσε να υπολογίσει τον αριθμό των συμμάχων τους. Δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τους δύο χιλιάδες, λιγότεροι από το ένα τέταρτο των εχθρών που θα έπεφταν σε λίγο πάνω τους.
Ο Λούθιεν φώναξε στους τοξότες να ρίξουν στους Κυκλωπιανούς που απομακρύνονταν. Ήθελε να οργανώσει μια δύναμη και να τρέξει έξω από την πόλη για να βοηθήσει την Κατρίν και τον Όλιβερ. Αλλά η μάχη στο τείχος και στο μέσα μέρος από την πύλη δεν είχε κερδηθεί ακόμη, γι’αυτό δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο παρά να παρακολουθεί.
«Τρέξτε…» ψιθύρισε επανειλημμένα και η καρδιά του αλάφρωσε λίγο όταν η συμμαχική δύναμη γύρισε και άρχισε μια τακτική υποχώρηση.
Ο στρατός του Άβον άρχισε την καταδίωξη, αλλά ο Όλιβερ με τους σύντροφους του δεν είχαν αιφνιδιαστεί από τη στροφή των Κυκλωπιανών. Το περίμεναν ότι οι εχθροί θα τους κυνηγήσουν, γι’ αυτό γύρισαν πίσω στον Φέλινγκ Ραν, πέρασαν το ποτάμι με αυτοσχέδιες γέφυρες που είχαν αφήσει πίσω τους και κατέλαβαν καλές αμυντικές θέσεις στην άλλη όχθη.
Μετά χάλασαν τις γέφυρες και οι Κυκλωπιανοί συνάντησαν μπροστά τους ένα φυσικό εμπόδιο που δεν μπορούσαν να το διασχίσουν εύκολα, ιδιαίτερα αφού υπήρχαν εκατοντάδες τοξότες οι οποίοι τους έριχναν από μακριά.
Ο Μπέλσεν’ Κριγκ έβραζε από θυμό, αλλά δεν ήταν ανόητος. Είχε χάσει τη μάχη και περίπου δύο χιλιάδες άνδρες, ίσως, αλλά τώρα πια ήταν σίγουρος ότι οι επαναστάτες είχαν παίξει το τελευταίο τους χαρτί. Ακόμη και με αυτές τις απροσδόκητες ενισχύσεις, ο αρχηγός των Κυκλωπιανών δεν φοβόταν το ενδεχόμενο μιας ήττας.