Выбрать главу

Η Σιόμπαν κόλλησε δίπλα στον Λούθιεν ακουμπισμένη στον ένα αγκώνα, κοιτάζοντας το συγκεντρωμένο πρόσωπο του νέου. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα με το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι, αλλά ήταν φανερό ότι ο νους του ταξίδευε κάπου αλλού.

«Δεν κινδυνεύουν», του ψιθύρισε η Σιόμπαν. «Έχουν ανάψει φωτιές και ξέρουν πώς να προφυλαχτούν από τον καιρό. Άλλωστε, έχουν έναν μάγο ανάμεσά τους και, απ’ όσα μου έχεις πει για τον Μπριντ’Αμούρ, θα ξέρει ένα-δυο κόλπα για να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα».

Ο Λούθιεν δεν αμφέβαλλε γι’ αυτό, που ήταν όντως μια παρήγορη σκέψη. «Θα μπορούσαμε να τους οδηγήσουμε από τα νότια και να τους φέρουμε μέσα στην πόλη από τους πρόποδες», είπε.

«Δεν ξέραμε καν ούτε την έκταση ούτε τη θέση του στρατοπέδου τους παρά μόνο πολύ μετά τη δύση», απάντησε η Σιόμπαν.

«Ωστόσο, θα έπαιρνε μερικές ώρες μόνο», επέμεινε ο Λούθιεν. «Ακόμη και με τη θύελλα. Τα περισσότερα μονοπάτια από εκείνη την πλευρά είναι προστατευμένα, δεν είχαν πολύ χιόνι πριν αρχίσει η θύελλα». Αναστέναξε βαθιά. «Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να τους φέρουμε μέσα».

Η Σιόμπαν δεν αμφισβητούσε τα λεγόμενά του, όμως το τελευταία πράγμα που χρειαζόταν τώρα ο Λούθιεν ήταν οι τύψεις. «Ο Όλιβερ ξέρει την περιοχή εξίσου καλά μ’ εσένα», θύμισε στον Λούθιεν. «Αν η δύναμη του Πορτ Τσάρλι ήθελε να μπει στο Κάερ Μακντόναλντ, θα το έκανε.

Ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο σίγουρος γι’ αυτό, όμως η συζήτηση δεν είχε νόημα πια γιατί είχαν περάσει για τα καλά τα μεσάνυχτα και δεν μπορούσε να γίνει τίποτα πια.

»Ο Σάγκλιν μου είπε ότι οι δικοί του έφτιαξαν μερικές καινούριες παγίδες για τους Κυκλωπιανούς», είπε η Σιόμπαν, προσπαθώντας να φέρει τη συζήτηση σε ένα πιο ευχάριστο θέμα. «Όταν έλθουν πάλι οι εχθροί μας, θα είναι πιο δύσκολο να ανεβούν στο τείχος, ενώ αν μείνουν στα ανοιχτά για πολύ, ο Όλιβερ με τους δικούς του θα τους πιέσουν από πίσω».

«Ο Όλιβερ δεν έχει αρκετούς στρατιώτες για να το κάνει αυτό».

Η Σιόμπαν κούνησε το κεφάλι της γελώντας. «Θα τους χτυπήσουν από μακριά!» επέμεινε. «Θα τους ρίξουν με τα τόξα στην πλάτη και μετά θα το σκάσουν».

Ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο σίγουρος, αλλά και πάλι δεν ήθελε να επιμείνει. Συνέχισε να κοιτάζει στο ταβάνι τις τρεμάμενες σκιές που έριχναν οι φλόγες του τζακιού καθώς χόρευαν από τον άνεμο ο οποίος λυσσομανούσε. Γρήγορα αισθάνθηκε την αναπνοή της Σιόμπαν δίπλα του να γίνεται βαθιά και ρυθμική, ώσπου σε λίγο τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος.

Ονειρεύτηκε τον αντίπαλό του, τον τεράστιο, άσχημο Κυκλωπιανό. Από τον νου του πέρασαν ένας-ένας όλοι οι τακτικοί ελιγμοί της μέρας, όλες οι κινήσεις που είχε κάνει ο μονόφθαλμος: το πρώτο ισχυρό χτύπημα κατά της πόλης· η δεύτερη επίθεση, η παραπλανητική κίνηση στην οποία πολλοί Κυκλωπιανοί εμπρηστές τρύπωσαν μέσα στην πόλη· η αντίδρασή του όταν εμφανίστηκαν οι ενισχύσεις των επαναστατών στο πεδίο της μάχης, η ξαφνική και οργανωμένη στροφή των επιδέξιων Πραιτωριανών Φρουρών. Οι Κυκλωπιανοί θα είχαν εξοντωθεί στο πεδίο της μάχης σ’ εκείνη τη φάση, θα βρίσκονταν περικυκλωμένοι, ανήμποροι να αμυνθούν αποτελεσματικά. Ο αρχηγός τους όμως αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά, έστριψε τη δύναμή του και καταδίωξε τον στρατό του Πορτ Τσάρλι πίσω μέχρι τον Φέλινγκ Ραν.

Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν ξαφνικά, αν και δεν είχε κοιμηθεί παρά μία ώρα περίπου. Δίπλα του, η Σιόμπαν, αφού άνοιξε κι αυτή νυσταγμένα το ένα μάτι, βόλεψε το μάγουλό της πάνω στο μυώδες στήθος του.

«Δεν θα ξανάρθει!» είπε ο Λούθιεν, με φωνή που ακούστηκε δυνατή μέσα στο μουρμουρητό του ανέμου.

Η Σιόμπαν σήκωσε το κεφάλι και τα μακριά μαλλιά της χύθηκαν στον ώμο του Λούθιεν.

»Οι Κυκλωπιανοί», της εξήγησε ο Λούθιεν καθώς ανασηκωνόταν στους αγκώνες για να κοιτάξει την κόκκινη λάμψη στο τζάκι. «Δεν θα ξανάρθουν!»

«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε η Σιόμπαν. Κούνησε το κεφάλι παραμερίζοντας τα μαλλιά από το πρόσωπό της. Μετά ανακάθισε και οι κουβέρτες έπεσαν από πάνω της.

«Ο αρχηγός τους είναι πολύ έξυπνος», συνέχισε ο Λούθιεν, μιλώντας όχι μόνο σε αυτήν αλλά και στον εαυτό του. «Ξέρει ότι η άφιξη του συμμαχικού στρατού θα του στοιχίσει ακριβά, αν χτυπήσει πάλι τα τείχη».

«Μα έχει έλθει για να πάρει πίσω την πόλη», του υπενθύμισε η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν σήκωσε το δάχτυλο ψηλά, μια χειρονομία έμπνευσης. «Όμως, με όλα όσα έχουν συμβεί, μάλιστα με τη χιονοθύελλα, ξέρει ότι μπορεί να χάσει».

Η έκφραση της Σιόμπαν έδειχνε τις αμφιβολίες της πιο καθαρά απ’ ό,τι μπορεί να έκανε με οποιαδήποτε ερώτηση. Οι Κυκλωπιανοί ήταν επίμονοι, ξεροκέφαλοι. Οι δυο τους είχαν ακούσει πολλές ιστορίες κυκλωπιανών φυλών, που έκαναν έφοδο κατά του εχθρού τους παρά τη μεγάλη του αριθμητική υπεροχή και εξοντώθηκαν μέχρι τον τελευταίο.