Μετά όμως, σε τούτη τη νύχτα των αποκαλύψεων, τραβήχτηκε πίσω με απορημένη έκφραση που την αιφνιδίασε.
«Όλα αυτά δεν γίνονται για μένα, έτσι δεν είναι;» τη ρώτησε επικριτικά.
Η Σιόμπαν φάνηκε να μην καταλαβαίνει.
»Όλα αυτά», επανέλαβε με ειλικρίνεια ο Λούθιεν. «Ο έρωτας που κάνουμε. Δεν αγαπάς εμένα, τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, αλλά την Πορφυρή Σκιά, τον αρχηγό της επανάστασης».
«Είναι ένα και το αυτό», απάντησε η Σιόμπαν.
« Όχι», απάντησε ο Λούθιεν κουνώντας αργά το κεφάλι. «Όχι. Γιατί η επανάσταση θα τελειώσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Και μέχρι τότε μπορεί να τελειώσω κι εγώ. Από την άλλη μεριά όμως μπορεί να μην πεθάνω, και σ’ αυτή την περίπτωση πώς θα βλέπει η Σιόμπαν τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, όταν δεν θα χρειάζεται πια την Πορφυρή Σκιά;»
Μέσα στο μισοσκόταδο ο Λούθιεν είδε τους ώμους της να κρεμούν και μαζί τους όλο της το σώμα. Κατάλαβε ότι την είχε πληγώσει, αλλά ταυτόχρονα την είχε βάλει σε σκέψεις.
«Ποτέ μην αμφιβάλλεις ότι σε αγαπώ, Λούθιεν Μπέντγουιρ», του ψιθύρισε.
«Αλλά…» την παρακίνησε ο Λούθιεν.
Η Σιόμπαν γύρισε και κοίταξε τα κάρβουνα που έλαμπαν στο τζάκι. «Δεν γνώρισα ποτέ τον πατέρα μου», είπε, και η ξαφνική αλλαγή συζήτησης μπέρδεψε τον Λούθιεν. «Ήταν ξωτικό, ενώ η μητέρα μου άνθρωπος».
«Ο πατέρας σου πέθανε;»
Η Σιόμπαν κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Έφυγε πριν γεννηθώ».
Ο Λούθιεν διέκρινε τον πόνο στη φωνή της και ένιωσε την καρδιά του έτοιμη να σπάσει. «Υπήρχαν προβλήματα», είπε προσπαθώντας να την παρηγορήσει. «Οι νεραϊδογέννητοι…»
«Οι νεραϊδογέννητοι ήταν ελεύθεροι τότε», τον έκοψε η Σιόμπαν. «Αυτό έγινε πριν τον Γκρινσπάροου — σχεδόν τρεις δεκαετίες πριν τον Γκρινσπάροου.
Ο Λούθιεν σώπαινε τώρα γιατί συνειδητοποιούσε ότι η Σιόμπαν, σύμφωνα με αυτά που έλεγε, πρέπει να ήταν σχεδόν εξήντα χρονών! Αιφνίδια άρχισε να καταλαβαίνει πολλά, να βλέπει πολλά γεγονότα στη σωστή τους προοπτική, πράγματα που ούτε καν είχε καθίσει να σκεφτεί μέσα στις ορμητικές εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων.
»Είμαι μισοξωτική», συνέχισε η Σιόμπαν. «Θα ζήσω τρεις αιώνες, ίσως τέσσερις, εκτός αν με σκοτώσει κάποιος εχθρός». Γύρισε για να κοιτάξει τον Λούθιεν στα ίσια, κι αυτός παρά το αμυδρό φως έβλεπε καθαρά τα όμορφα γωνιώδη χαρακτηριστικά, τα έντονα πράσινα μάτια της. «Ο πατέρας μου έφυγε επειδή δεν άντεχε να δει τη γυναίκα που αγαπούσε και το παιδί του να γερνούν και να πεθαίνουν», του εξήγησε. «Γι’ αυτό υπάρχουν τόσο λίγοι με τη δική μου, ανάμικτη καταγωγή. Οι νεραϊδογέννητοι μπορούν να αγαπήσουν τους ανθρώπους αλλά ξέρουν ότι, αν το κάνουν αυτό, θα ζουν μετά μόνοι κι απαρηγόρητοι για αιώνες».
«Είμαι ένας προσωρινός σύντροφος», είπε ο Λούθιεν, με φωνή που δεν έκρυβε καμιά πικρία.
«Ποιος ξέρει τι θα συμβεί με τον πόλεμο να μαίνεται γύρω μας;» απάντησε η Σιόμπαν. «Σ’ αγαπώ, Λούθιεν Μπέντγουιρ».
«…Αλλά η επανάσταση είναι πιο σημαντική», συνέχισε τα λόγια της ο Λούθιεν.
Ήταν μια αλήθεια που η Σιόμπαν δεν μπορούσε να αρνηθεί. Αγαπούσε όντως τον Λούθιεν, αγαπούσε την Πορφυρή Σκιά, αλλά όχι με την ένταση με την οποία ένας άνθρωπος μπορεί να αγαπήσει έναν άλλο άνθρωπο. Κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ επώδυνο για τα ξωτικά και τα μισοξωτικά, που έχουν πολύ μεγαλύτερη διάρκεια ζωής. Κι ο Λούθιεν άξιζε κάτι καλύτερο, συνειδητοποίησε τότε η Σιόμπαν.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να ντύνεται.
Κάπου μέσα του ο Λούθιεν ήθελε να της φωνάξει να μείνει. Την είχε ποθήσει από την πρώτη στιγμή, τότε που την είχε δει να περνά στον δρόμο σαν μια απλή σκλάβα.
Αλλά δεν μίλησε. Καταλαβαίνοντας όσα του είπε η Σιόμπαν, συμφωνούσε σιωπηλά. Την αγαπούσε και η Σιόμπαν τον αγαπούσε κι αυτή, αλλά η σχέση τους δεν ήταν γραφτό να συνεχιστεί.
Όμως υπήρχε μια άλλη γυναίκα, που ο Λούθιεν την αγαπούσε κι εκείνη. Το ήξερε ο ίδιος, το ήξερε και η Σιόμπαν.
«Οι Κυκλωπιανοί δεν θα επιτεθούν στην πόλη αύριο», επανέλαβε ο Λούθιεν, καθώς η Σιόμπαν έριχνε έναν βαρύ μανδύα στους ώμους της.
«Το σκεπτικό σου μας οδηγεί σε ένα τρομερό ρίσκο», απάντησε εκείνη.
Ο Λούθιεν κατένευσε. «Δείξε μου εμπιστοσύνη», ήταν το μόνο που είπε, καθώς έφευγε η Σιόμπαν.
16
Το ρίσκο του Λούθιεν
Ο Λούθιεν δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου όλη την υπόλοιπη νύχτα, έμεινε ξαπλωμένος στο κρεβάτι κοιτάζοντας τις σκιές στο ταβάνι, ενώ σκεφτόταν την Σιόμπαν, την Κατρίν — και τον εχθρό του. Κυρίως τον εχθρό, τον δικό του εχθρό, τον πανύψηλο κακομούτσουνο Κυκλωπιανό, ο οποίος ήταν πιο έξυπνος και πονηρός από κάθε άλλον μονόφθαλμο που είχε γνωρίσει ως τότε.