Η Σιόμπαν γύρισε στο διαμέρισμα μια ώρα πριν τα χαράματα και τον βρήκε ξύπνιο και ντυμένο, να κάθεται σε μια καρέκλα μπροστά στο τζάκι κοιτάζοντας τη δυνατή φωτιά που είχε ανάψει.
«Δεν θα ’ρθεί», της είπε ο Λούθιεν με ήρεμη, σίγουρη φωνή. «Θα περάσει με τον στρατό του το ποτάμι για να αιφνιδιάσει τη δύναμη του Όλιβερ».
Καθώς δεν πήρε καμία απάντηση από την Σιόμπαν, γύρισε να την κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Στεκόταν στην πόρτα κρατώντας τον μανδύα του.
Ο Λούθιεν φόρεσε τις μπότες του και την πλησίασε παίρνοντας τον μανδύα από τα χέρια της και ακολουθώντας την έξω από το διαμέρισμα του Τάινι Άλκοουβ.
Η πόλη ήταν ήδη ξύπνια, γεμάτη κίνηση, και η μεγαλύτερη φασαρία γινόταν εκεί κοντά. Η Σιόμπαν είχε συγκεντρώσει ουσιαστικά όλο τον στρατό, έτοιμη να ακολουθήσει τον Λούθιεν έξω από το Κάερ Μακντόναλντ. Το χιόνι είχε μετατραπεί σε χιονόνερο και μετά σε βροχή, αλλά ο άνεμός δεν είχε κοπάσει. Απαίσιος καιρός, παρ’ όλ’ αυτά όμως οι χιλιάδες πολεμιστές της φρουράς του Κάερ Μακντόναλντ είχαν συγκεντρωθεί εδώ, έτοιμοι να κάνουν μια γρήγορη και δύσκολη πορεία στα δυτικά, έτοιμοι να αψηφήσουν τα στοιχεία της φύσης και τους Κυκλωπιανούς. Ο Λούθιεν ήξερε ποιος τους είχε ξεσηκώσει.
Κοίταξε την Σιόμπαν που στεκόταν ήρεμα δίπλα του και τα μάτια του βούρκωσαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης. Ήξερε πόσο μεγάλο ήταν το ρίσκο: αν έκανε λάθος και ο αντίπαλός του χτυπούσε πάλι το Κάερ Μακντόναλντ, η πόλη θα έπεφτε. Η Σιόμπαν το ήξερε επίσης, όπως κι όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες, όλα τα ξωτικά και οι νάνοι που είχαν συγκεντρωθεί εδώ μές στην αυγή. Θα ρισκάριζαν όλοι, θα ακολουθούσαν τον Λούθιεν.
Ο νεαρός Μπέντγουιρ αισθάνθηκε το τεράστιο βάρος της ευθύνης στους ώμους του, αλλά δεν επέτρεψε στον εαυτό του παρά μια στιγμή αμφιβολίας. Έχοντας εξετάσει ξανά και ξανά αυτή την κίνηση όλη τη νύχτα, ήταν σίγουρος ότι κατάλαβε σωστά τον αντίπαλό του, ότι προέβλεψε σωστά τις κινήσεις του.
Η Σιόμπαν και ο Σάγκλιν τον πήραν παράμερα.
«Εγώ δεν θα έρθω μαζί σας», τον πληροφόρησε ο νάνος.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε με απορία, μην ξέροντας πώς να ερμηνεύσει αυτή την απρόσμενη δήλωση.
«Θα μείνει μια μικρή δύναμη στο Κάερ Μακντόναλντ, οι περισσότεροι νάνοι», του εξήγησε η Σιόμπαν. «Χειρίζονται καλύτερα τις μεγαβαλλίστρες και τους καταπέλτες και έχουν στήσει παγίδες που μόνο αυτοί ξέρουν πώς να ενεργοποιήσουν».
«Ασε που δεν τα καταφέρνουμε πολύ καλά μέσα στο ψηλό χιόνι», πρόσθεσε με ένα γέλιο ο Σάγκλιν. «Παγώνει η γενειάδα μας, ξέρεις».
Ο Λούθιεν κατάλαβε τότε ότι η απόφαση του Σάγκλιν να μείνει στην πόλη δεν οφειλόταν σε αμφιβολίες. Το Κάερ Μακντόναλντ έπρεπε να διαθέτει μια μικρή φρουρά, γιατί ακόμη και αν η πρόβλεψη του Λούθιεν αποδειχνόταν σωστή, οι Κυκλωπιανοί μπορεί να έστελναν μια μικρή δύναμη στην πόλη για να κρατήσει τους υπερασπιστές της μέσα στα τείχη.
«Θα πάρετε όλα τα άλογα», άρχισε ο Σάγκλιν ξετυλίγοντας έναν χάρτη της περιοχής. «Υπάρχουν μερικοί ανάμεσά σας που ξέρουν καλά τα μονοπάτια που θα χρειαστείτε. Έχουμε στείλει επίσης ανιχνευτές που θα επιστρέφουν και θα σας δίνουν αναφορά καθώς θα προχωρείτε, μήπως και ο καιρός σας αναγκάσει να ακολουθήσετε κάποια εναλλακτική πορεία». Καθώς μιλούσε, ο Σάγκλιν, κινούσε το κοντόχοντρο δάχτυλό του πάνω στον χάρτη: θα διέσχιζαν τους λόφους έξω από τη νότια πύλη του Κάερ Μακντόναλντ, θα προχωρούσαν προς τα δυτικά, θα έκαναν τον κύκλο του στρατοπέδου του Πορτ Τσάρλι και μετά θα επέστρεφαν βόρεια για να βρεθούν στον κάμπο, όπου θα συναντούσαν τους Κυκλωπιανούς.
Ξεκίνησαν χωρίς καθυστέρηση, μια μεγάλη φάλαγγα από έξι χιλιάδες απελπισμένους και αποφασισμένους πολεμιστές. Ανάμεσά τους ήταν όλα τα ξωτικά μαζί με όλο το ιππικό, αν και σε ολόκληρη την πόλη υπήρχαν λιγότερα από διακόσια ικανά άλογα. Βγήκαν από την πόλη σαν φαντάσματα μέσα στο σκοτάδι, λίγο πριν τα χαράματα, χωρίς φώτα και χωρίς φασαρία. Αθόρυβα.
Πολλοί κρατούσαν μακριά τόξα, ενώ κάθε τοξότης κουβαλούσε αρκετές φαρέτρες με βέλη. Μια ομάδα έφερνε σακίδια με επιδέσμους κι αλοιφές και οι δυο ντουζίνες νάνοι που ήρθαν μαζί τους ήταν χωρισμένοι σε τετράδες, που η καθεμιά κουβαλούσε έναν πελώριο κορμό δέντρου στους ώμους. Η πορεία ήταν αργή στο ολισθηρό έδαφος —ο Λούθιεν με τους άλλους ιππείς πήγαιναν πεζοί δίπλα στα άλογά τους, σε όλη τη διαδρομή ανάμεσα στους λόφους— αλλά η βροχή είχε διαβρώσει σημαντικά το χιόνι. Πότε-πότε, καθώς συναντούσαν κάποιο χαμηλό σημείο όπου είχε συγκεντρωθεί παχύ στρώμα παγωμένου χιονιού, περνούσαν από μέσα χρησιμοποιώντας σπαθιά και τσεκούρια για να ανοίγουν δρόμο.