Αλλά πού αλλού μπορούσαν να πάνε; Ήταν αδύνατο να αντιμετωπίσουν τον στρατό του Άβον σε ομαλό και ανοιχτό έδαφος.
Ένας ξαφνικός κρότος ακούστηκε από πάνω τους με μια ταυτόχρονη λάμψη και οσμή από θειάφι. Κοίταξαν πάνω και είδαν τον Μπριντ’Αμούρ να υλοποιείται σε ένα κλαδί του δέντρου, το οποίο όμως αποδείχτηκε πολύ γλιστερό. Ο μάγος, μην μπορώντας να κρατηθεί, κατρακύλησε στο έδαφος.
Ο Μπριντ’Αμούρ πετάχτηκε πάνω τινάζοντας τα χέρια του και ισιώνοντας τα ρούχα του. Βλέποντάς τον, θα νόμιζες ότι είχε πέσει σκόπιμα. «Λοιπόν», είπε εύθυμα, «είστε έτοιμοι για τη μάχη της ημέρας;
Η Κατρίν και ο Όλιβερ τον κοίταξαν κατάπληκτοι.
»Μη φοβάστε!» τους είπε ο Μπριντ’Αμούρ. «Οι εχθροί μας δεν είναι τόσο πολλοί, ούτε τόσο ικανοί. Είναι πεινασμένοι, κουρασμένοι και πολύ μακριά από τη βάση τους. Ελάτε, λοιπόν, στα άλογα και στην πρώτη γραμμή!»
Ο Όλιβερ και η Κατρίν δεν μπορούσαν να καταλάβουν την καλή του διάθεση. Δεν ήξεραν ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε παρακολουθήσει με τα μαγικά του μάτια όσα είχαν συμβεί εκείνη τη νύχτα και το πρωί. Ο μάγος γνώριζε από ώρες για τον ελιγμό των Κυκλωπιανών, όπως γνώριζε επίσης ότι οι φίλοι τους ήταν κρυμμένοι νότια, έτοιμοι να επέμβουν.
Αποφάσισε όμως να μην ενημερώσει ακόμη την Κατρίν και τον Όλιβερ.
Η Κατρίν παραμέρισε τα μουσκεμένα μαλλιά από το πρόσωπό της κοιτάζοντας τον Όλιβερ. Σήκωσαν και οι δύο απορημένοι τους ώμους. Ο Μπριντ’Αμούρ όμως έμοιαζε να ξέρει τι κάνει, έτσι πήραν τα άλογά τους και ακολούθησαν τον μάγο. Το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι ήταν ανάστατο, οι επαναστάτες έπιαναν αμυντικές θέσεις προετοιμαζόμενοι για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των Κυκλωπιανών.
«Ελπίζω να τους έχει έτοιμα μερικά μεγάλα μπουμ», είπε ο Όλιβερ στην Κατρίν, αφού ο μάγος τους άφησε στην πρώτη γραμμή. Κοίταξε τη μάζα των ασημόμαυρων Πραιτωριανών.
«Δεν είναι τόσοι πολλοί», απάντησε σαρκαστικά η Κατρίν, καθώς η κυκλωπιανή δύναμη είχε αριθμητική υπεροχή τουλάχιστον τέσσερεις προς έναν.
«Πολύ μεγάλα μπουμ», είπε ο Όλιβερ.
Οι Κυκλωπιανοί άρχισαν την επίθεση με άγριες ιαχές, ενώ την ίδια στιγμή η θύελλα δυνάμωσε και η βροχή μετατράπηκε σε χιόνι.
Οι σκληραγωγημένοι ψαράδες του Πορτ Τσάρλι, προς τιμή τους, δεν έσπασαν τις γραμμές τους για να το βάλουν στα πόδια. Είχαν ειδοποιηθεί ήδη ότι μια άλλη κυκλωπιανή δύναμη ήταν οχυρωμένη στην ανατολική όχθη, επιπλέον όλα έδειχναν ότι, αυτή η μάζα των εχθρών που πλησίαζε φωνάζοντας, θα τους ισοπέδωνε. Αλλά δεν το έβαλαν στα πόδια. Τα τόξα άρχισαν να ρίχνουν ασταμάτητα ενώ ταυτόχρονα οι πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι τραγουδούσαν πιστεύοντας ότι αυτές είναι οι τελευταίες τους στιγμές.
Ο Μπριντ’Αμούρ στεκόταν πιο πίσω από τις πρώτες γραμμές με τα αδύνατα λευκά του χέρια σηκωμένα στον ουρανό, το κεφάλι ριγμένο πίσω και τα μάτια κλειστά, απλώνοντας τη μαγεία του προς τη θύελλα, προς την ενέργεια που κρυβόταν μέσα στα πυκνά σύννεφα. Πολλοί από τους απλούς ψαράδες γύρω του φοβήθηκαν, γιατί δεν ήταν εξοικειωμένοι με τη μαγεία και όλοι είχαν μεγαλώσει διδασκόμενοι ότι είναι μια διαβολική δύναμη. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν τόλμησε να διακόψει το ξόρκι του μάγου, ενώ ο γέρο-Ντόζιερ, που θυμόταν την εποχή πριν τον Γκρινσπάροου, έμεινε κοντά στον μάγο προσπαθώντας να καθησυχάσει τους τρομαγμένους συντρόφους του.
Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε σαν να επιμηκυνόταν όλο του το σώμα και να τεντωνόταν προς τον ουρανό. Φυσικά το σώμα του δεν είχε αλλάξει διαστάσεις, αλλά το πνεύμα του όντως είχε υψωθεί ψηλά μπαίνοντας μέσα στα σύννεφα, συλλαμβάνοντας και συγκεντρώνοντας την ενέργεια. Την εστίασε, τη διαμόρφωσε και την εκτόξευσε κάτω με τη μορφή ενός κεραυνού, που έπεσε στις πρώτες γραμμές των Κυκλωπιανών οι οποίοι εφορμούσαν.
Σώματα με ασημόμαυρες στολές πετάχτηκαν στον αέρα. Ένας άτυχος μονόφθαλμος δέχτηκε όλη τη δύναμη του κεραυνού και η μεταλλική πανοπλία του άστραψε εκτοξεύοντας μπλε σπίθες.
«Α, αυτό ήταν πολύ ωραίο!» είπε ικανοποιημένος ο Όλιβερ. Κοίταξε δεξιά του την Κατρίν, καβάλα στον Ριβερντάνσερ, η οποία στεκόταν σε ένα σημείο πολύ πιο ψηλά από τον ίδιο. Η Κατρίν όμως δεν παρακολουθούσε τη σκηνή μπροστά τους, δεν κοίταζε καν τον μάγο πίσω τους. Ήταν γυρισμένη αριστερά, προς τον Όλιβερ, κοιτάζοντας νότια.
«Όχι τόσο καλό όσο αυτό!» του απάντησε.
Ο Όλιβερ γύρισε τη στιγμή που ακούστηκαν σαλπίσματα από κέρας, σημάδι πως ξεκινούσε η επίθεση με επικεφαλής το ιππικό του Λούθιεν. Είδε τέσσερα σύννεφα μαύρου καπνού καθώς οι νάνοι είχαν ανάψει τους κορμούς. Ήταν τόσο μουσκεμένοι με πετρέλαιο ώστε δεν μπορούσε να τους σβήσει ούτε μια τέτοια θύελλα. Είχαν δέσει σχοινιά σε ξυλόκαρφα με χοντρό κεφάλι που υπήρχαν στην κάθε άκρη του κορμού και, ανά δυο νάνοι, αφού έπιασαν από ένα σχοινί ο καθένας, άρχισαν να τρέχουν στα τυφλά στην κατηφόρα ορμώντας στον εχθρό με τους κυλιόμενους, φλεγόμενους κορμούς ανάμεσά τους.