Ο Όλιβερ χοροπηδούσε γύρω από τον μονόφθαλμο καρφώνοντάς τον επανειλημμένα με το ξίφος του.
Ο Λούθιεν ξαφνιάστηκε και χάρηκε τόσο πολύ, ώστε σχεδόν δεν πρόσεξε έγκαιρα έναν δεύτερο Κυκλωπιανό που πλησίαζε τον φίλο του από πίσω.
«Όλιβερ!» φώναξε, φοβούμενος ότι ήταν πολύ αργά.
Αλλά ο πανέξυπνος χάφλινγκ δεν αιφνιδιάστηκε. Γύρισε πέφτοντας στο ένα γόνατο και κάρφωσε τον Κυκλωπιανό πίσω του, τη στιγμή που εκείνος σήκωνε το σπαθί του πάνω από το κεφάλι του. Το λεπτό ξίφος χώθηκε βαθιά στον βουβώνα του μονόφθαλμου που, όπως ο σύντροφός του πριν από λίγο, διπλώθηκε στα δύο βογγώντας. Ο επόμενος ξιφισμός του Όλιβερ του άνοιξε μια τρύπα στον λαιμό.
Ο χάφλινγκ στράφηκε τότε για να κοιτάξει τον Λούθιεν, που πέρασε καλπάζοντας δίπλα του και, με ένα δυνατό χτύπημα του Τυφλωτή, αποτελείωσε τον πρώτο Κυκλωπιανό που είχε τραυματίσει ο Όλιβερ.
«Έχασα το άλογό μου!» φώναξε ο χάφλινγκ.
«Πίσω σου!» απάντησε ο Λούθιεν καθώς άλλος ένας Πραιτωριανός, κάποιος γιγαντόσωμος μονόφθαλμος με αγκαθωτό ρόπαλο, ερχόταν προς τον Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ γύρισε σκύβοντας ενώ ο Λούθιεν ορμούσε εναντίον του υψώνοντας το σπαθί του. Ο Κυκλωπιανός πρόλαβε να σηκώσει το ρόπαλο για να αποκρούσει τον Τυφλωτή, αλλά η ορμή του Λούθιεν, καθώς περνούσε δίπλα του καλπάζοντας, του πέταξε το όπλο από το χέρι. Ο μονόφθαλμος δεν είχε τρόπο να αποκρούσει τον ξιφισμό του Όλιβερ, που στόχευσε πάλι χαμηλά, στην πιο ευαίσθητη περιοχή.
Ο Λούθιεν γύρισε και αποτελείωσε τον ανυπεράσπιστο Κυκλωπιανό που είχε διπλωθεί στα δύο.
«Γιατί τους χτυπάς συνέχεια εκεί;» ρώτησε ο Λούθιεν, λίγο ενοχλημένος από την αδυναμία του Όλιβερ σε αυτά τα χαμηλά καρφώματα.
«Μπα;» έκανε ο χάφλινγκ, σαν να είχε θιχτεί από αυτή την κατηγορία. «Φαντάζομαι ότι εσύ, αν είχες το δικό μου ύψος, θα τους χτυπούσες στο μάτι, ε;» Ο Λούθιεν αναστέναξε αποστομωμένος, ενώ ο Όλιβερ κροτάλιζε τα δάχτυλά του προς την κατεύθυνση του νεαρού Μπέντγουιρ.
»Άλλωστε», συμπλήρωσε πονηρά ο Γασκόνος, «νόμιζα ότι σου αρέσουν τα χτυπήματα στα αχαμνά». Τα μάτια του Λούθιεν στένεψαν καθώς έπιασε την μπηχτή για τη γονατιά της Κατρίν εκείνο το βράδυ στο Ντουέλφ. «Μπορεί να με ερωτευτεί αυτός ο μονομάτης», συνέχισε ο Όλιβερ. Στράφηκε μ’ έναν καγχασμό για να κοιτάξει τον Κυκλωπιανό, που κειτόταν νεκρός στο έδαφος. Μετά σήκωσε τους ώμους και γύρισε πάλι στον Λούθιεν. «Δηλαδή μπορεί, αν ζούσε».
Μια ομάδα καβαλάρηδων πέρασε δίπλα από τους δύο φίλους· ένας σταμάτησε για μια στιγμή κοντά στον Λούθιεν. «Οι μονόφθαλμοι αρχηγοί το σκάνε με τους αλογόχοιρους!» είπε λαχανιασμένος.
Ο Λούθιεν γύρισε το άλογό του σκύβοντας για να πιάσει το χέρι του Όλιβερ.
«Μα, το πόνι μου!» διαμαρτυρήθηκε ο χάφλινγκ, καθώς ο Λούθιεν τον ανέβαζε με ένα τράβηγμα πίσω από τη σέλα. Ο Όλιβερ σφύριξε διαπεραστικά κοιτάζοντας γύρω του, αλλά το χιόνι ήταν πιο πυκνό τώρα και φυσούσε δυνατός αέρας. Το κίτρινο πόνι δεν φαινόταν πουθενά.
Η μάχη είχε απλωθεί στα χωράφια προς βορρά, με τους Κυκλωπιανούς να έχουν τραπεί σε φυγή. Ο Λούθιεν και οι καβαλάρηδες, γύρω στους είκοσι συνολικά, αγνόησαν τους πεζούς Κυκλωπιανούς που έτρεχαν να σωθούν και όρμησαν να προλάβουν τους αρχηγούς των μονόφθαλμων.
Οι αλογόχοιροι είναι αρκετά γρήγοροι, ιδιαίτερα σε λασπωμένο έδαφος, αλλά όχι τόσο γρήγοροι όσο τα άλογα, έτσι γρήγορα οι επαναστάτες έφτασαν τον Μπέλσεν’ Κριγκ και μια ντουζίνα αξιωματικούς, όσους του είχαν απομείνει.
Το ιππικό ρίχτηκε πίσω τους με ιαχές για το Εριαντόρ και το Κάερ Μακντόναλντ. Οι Κυκλωπιανοί αρχηγοί ήξεραν ότι δεν θα καταφέρουν να ξεφύγουν από τα άλογα, έτσι γύρισαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση.
Ο Λούθιεν είδε τον γιγαντόσωμο μονόφθαλμο στρατηγό, και ο Μπέλσεν’ Κριγκ είδε τον Λούθιεν. Θα ’λεγες ότι ήταν μόνοι τους στο πεδίο της μάχης. Ο Λούθιεν ευθυγράμμισε το άλογό του ενώ ο Μπέλσεν’ Κριγκ έκανε το ίδιο με τον αλογόχοιρό του, και κανένας άλλος από τη μία ή την άλλη παράταξη δεν κινήθηκε για να επέμβει στη μονομαχία τους.
Ο Λούθιεν σταμάτησε, το ίδιο και ο Μπέλσεν’ Κριγκ. Κοιτάχτηκαν με μίσος.
«Κατέβα», είπε ο Λούθιεν στον Όλιβερ.
Ο χάφλινγκ κοίταξε τον πελώριο Κυκλωπιανό, μόλις δέκα μέτρα πιο κάτω. Αισθανόταν απτό το μίσος ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, την έχθρα, αρχηγός εναντίον αρχηγού. «Ώρα να πηγαίνω», συμφώνησε και πήδησε από τα καπούλια του αλόγου του Λούθιεν κάνοντας μια τούμπα προς τα πίσω για να προσγειωθεί έτσι πιο άνετα όρθιος — δηλαδή σχεδόν, γιατί έπεσε σε ένα ιδιαίτερα γλιστερό σημείο και προσγειώθηκε ξαφνικά στον πισινό του. Ο χάφλινγκ πετάχτηκε πάνω ντροπιασμένος κοιτάζοντας γύρω του σχεδόν με πανικό, αλλά δεν τον είχε προσέξει κανείς.