Выбрать главу

Οι δύο στρατοί του Εριαντόρ συγκεντρώθηκαν στο πεδίο της μάχης κοντά στο σημείο όπου ήταν το στρατόπεδο του Πορτ Τσάρλι. Περιποιήθηκαν τους τραυματίες, αποτελείωσαν τους Κυκλωπιανούς που ήταν πολύ σοβαρά τραυματισμένοι και έβαλαν τους αιχμάλωτους μονόφθαλμους στη σειρά. Ευτυχώς δεν υπήρχαν πολλοί αιχμάλωτοι, λιγότεροι από εκατό συνολικά, και αυτοί, έχοντας δει την περήφανη Πραιτωριανή Φρουρά να παθαίνει τέτοια συντριπτική ήττα, δεν είχαν τη δύναμη να αντιδράσουν.

Η θύελλα γύρω τους δυνάμωνε, ενώ η μέρα είχε σκοτεινιάσει αν και κόντευε μεσημέρι. Ο Μπριντ’Αμούρ οργάνωσε την πορεία τοποθετώντας όλους τους τοξότες μπροστά. Έγινε μια μικρή αψιμαχία καθώς περνούσαν απέναντι στον Φέλινγκ Ραν, με τους τοξότες να ρίχνουν στον εχθρό και τους Κυκλωπιανούς να αντιδρούν πετώντας βαριές λόγχες, οι οποίες όμως, χάρη στη συνηθισμένη αστοχία των μονόφθαλμων, δεν εύρισκαν τον στόχο τους.

Οι οχυρωμένοι στρατιώτες του Άβον δεν είχαν κουράγιο να πολεμήσουν, άρχισαν να σπάνε τις τάξεις τους και να τρέπονται σε φυγή πριν ακόμη φτάσουν οι Εριαντοριανοί στο ποτάμι. Όλη την υπόλοιπη μέρα το μεγαλύτερο εμπόδιο που αντιμετώπισε ο στρατός του Εριαντόρ ήταν η χιονοθύελλα, που μαινόταν γύρω τους καθώς προσπαθούσαν να ξαναγυρίσουν στην προστασία του Κάερ Μακντόναλντ.

Ο Λούθιεν, καβάλα στον Ριβερντάνσερ και πάλι, άκουσε τις ζητωκραυγές καθώς πλησίαζαν στα τείχη της πόλης, αφού τα νέα της θριαμβευτικής νίκης είχαν προηγηθεί. Είχε χάσει μερικούς φίλους εκείνη τη μέρα, μια γυναίκα και δυο άνδρες που σύχναζαν στο Ντουέλφ, αλλά η λύπη του μετριαζόταν από την πεποίθηση ότι οι φίλοι του δεν σκοτώθηκαν μάταια. Είχαν νικήσει. Το Εριαντόρ είχε νικήσει! Ο νικηφόρος στρατός μαζί με τους συμμάχους από το Πορτ Τσάρλι, αφού μπήκαν στην πόλη, σκόρπισαν στους δρόμους και οι πολεμιστές χωρίστηκαν σε μικρές ομάδες αρχίζοντας να αφηγούνται ολοένα τα ένδοξα γεγονότα της μέρας.

Ο Λούθιεν, η Κατρίν κι ο Όλιβερ γύρισαν στο σπίτι του Τάινι Άλκοουβ για να μιλήσουν για όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες εβδομάδες. Ο νεαρός Μπέντγουιρ ξανάβλεπε με μεγάλη χαρά τους αγαπημένους του φίλους, ιδιαίτερα την Κατρίν. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο του έλειψε όλο αυτό το διάστημα. Φυσικά σκεφτόταν ταυτόχρονα την Σιόμπαν και όσα είχαν πει το προηγούμενο βράδυ, αλλά δεν είχε καταφέρει ακόμη να καταλάβει πραγματικά τη σημασία τους.

Το μόνο που ήξερε εκείνη τη στιγμή ήταν ότι χαιρόταν τόσο πολύ που έβλεπε πάλι την Κατρίν Ο’ Χέιλ.

Λίγο αργότερα ήρθε στο σπίτι ο Μπριντ’Αμούρ, η Σιόμπαν και ο Σάγκλιν, ο οποίος επίσης είχε κάνει πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα.

«Σκοτώσαμε όλους τους Κυκλωπιανούς που τριγύριζαν στους δρόμους του Κάερ Μακντόναλντ», τον διαβεβαίωσε ο νάνος. «Τέρμα οι φωτιές.

Ο Μπριντ’Αμούρ, καθισμένος στην πιο άνετη από τις τρεις καρέκλες στο μικρό δωμάτιο, ύψωσε μια κούπα με κρασί σαν πρόποση για τα ευχάριστα νέα. Η Σιόμπαν και ο Όλιβερ, που είχαν καθίσει κι αυτοί και έπιναν κρασί, σήκωσαν τις κούπες τους. Ο Λούθιεν με την Κατρίν και τον Σάγκλιν ύψωσαν κούπες με υδρόμελι.

Ο Λούθιεν, καθισμένος στο πέτρινο πεζούλι του τζακιού, κοίταξε την Κατρίν που καθόταν από την άλλη μεριά της παραστιάς και ένιωσε να τους θερμαίνει κάτι περισσότερο από τη φωτιά που έκαιγε ανάμεσά τους.

»Ή μάλλον», συμπλήρωσε ο Σάγκλιν πλησιάζοντας στο τζάκι, «τέρμα οι ανεπιθύμητες φωτιές!»

Αυτό προκάλεσε ένα μικρό γέλιο στην παρέα.

«Έχουμε ακόμη αρκετές χιλιάδες Κυκλωπιανούς, που κυκλοφορούν ελεύθεροι στην περιοχή», είπε ο Όλιβερ.

«Μέσα στη χιονοθύελλα», είπε η Κατρίν, «δεν θα επιζήσουν πολλοί».

«Και όσους επιζήσουν θα τους πιάσουμε», δήλωσε βλοσυρή η Σιόμπαν.

Ο Λούθιεν κατένευσε. Στον δρόμο της επιστροφής στο Κάερ Μακντόναλντ είχαν οργανώσει ήδη ομάδες καταδίωξης, που θα έπιαναν γρήγορα τους Κυκλωπιανούς.

»Δεν υπάρχουν χωριά εδώ κοντά, εκτός από το Φέλινγκ Ντάουνς», συνέχισε η Σιόμπαν. «Και οι μονόφθαλμοι δεν θα βρουν καταφύγιο εκεί, γιατί όλα τα σπίτια έχουν καταστραφεί. Το πιθανότερο είναι να κατευθυνθούν προς το Πορτ Τσάρλι».

Ο Λούθιεν σχεδόν δεν παρακολουθούσε τι λέει η Σιόμπαν, τον απασχολούσε περισσότερο ο σοβαρός της τόνος. Είχαν νικήσει σε μια δύσκολη μάχη, αλλά η Σιόμπαν δεν επέτρεπε στον εαυτό της να γαληνέψει. Ναι, για εκείνη το πιο σημαντικό ήταν η επανάσταση, μόνο αυτή την απασχολούσε. Θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να ελευθερώσει το Εριαντόρ και τον λαό του από τον Γκρινσπάροου.

Ό,τι χρειαζόταν, όπως το να κοιμηθεί με την Πορφυρή Σκιά; Ο Λούθιεν έδιωξε αμέσως αυτήν τη σκέψη, μαλώνοντας τον εαυτό του που την έκανε. Υπήρχε κάτι ουσιαστικό ανάμεσα τους, κάτι υπέροχο και ζεστό. Ήξεραν και οι δύο ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ κάτι περισσότερο, αλλά ο Λούθιεν αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να μην ξαναδεί τη χαμένη σχέση του με την Σιόμπαν με αμφιβολία ή μεταμέλεια. Είχε γίνει καλύτερος μέσα από την επαφή μαζί της και η ζωή του ήταν πιο όμορφη, επειδή η Σιόμπαν εξακολουθούσε να αποτελεί μέρος της. Έτσι, κοιτάζοντάς την τώρα, ο Λούθιεν αισθάνθηκε με όλη του την καρδιά ότι το ίδιο ένιωθε κι εκείνη.