Πήρε το βλέμμα του από την Σιόμπαν, που συνέχισε να μιλά για όσα είχαν να κάνουν ακόμη και στράφηκε προς την Κατρίν. Την έπιασε να τον κοιτάζει και, όταν τον είδε να γυρίζει, κοκκίνισε (κάτι σπάνιο για τα ηλιοκαμένα μάγουλα της Κατρίν) απομακρύνοντας απ’ αυτόν το βλέμμα της.
Ο Λούθιεν χαμογέλασε για να κρύψει την θλίψη του κι έκλεισε τα μάτια, κρατώντας στον νου του την εικόνα της Κατρίν καθώς ακουμπούσε το κεφάλι του πίσω. Τον πήρε ο ύπνος, ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν ακόμη πιο έντονη γύρω του.
«Ο ατρόμητος αρχηγός μας!» είπε χαμογελώντας ο Όλιβερ, βλέποντας ότι ο φίλος του είχε αποκοιμηθεί.
Γέλασαν και οι πέντε σε βάρος του, ενώ η Κατρίν άπλωνε το χέρι για να τον κουνήσει.
«Άσ’ τον να κοιμηθεί», της είπε η Σιόμπαν. Αμέσως δημιουργήθηκε κάποια ένταση, καθώς η Κατρίν γύρισε να την κοιτάξει.
»Όλο αυτό το διάστημα μοχθούσε μέρα και νύχτα», συνέχισε η Σιόμπαν αγνοώντας την έκφραση της Κατρίν, μια έκφραση που αποκάλυπτε την αντιζηλία ανάμεσά τους.
Η Κατρίν τράβηξε το χέρι της πίσω.
«Φυσικά, οι Κυκλωπιανοί που το έσκασαν δεν πρόκειται να δημιουργήσουν προβλήματα», είπε ο Μπριντ’Αμούρ με κάπως δυνατή φωνή κι έντονο ύφος, κάνοντας όλα τα μάτια να στραφούν πάνω του. «Πολλοί θα πεθάνουν στη χιονοθύελλα, κι εκείνοι που θα επιζήσουν δεν θα είναι σε θέση να αντισταθούν όταν θα τους βρούμε. Θα κατευθυνθούν δυτικά, βέβαια, θα προσπαθήσουν να φτάσουν στον στόλο τους, που δεν είναι πια δικός τους!»
«Μπορεί να τους αντισταθεί το Πορτ Τσάρλι;» ρώτησε σοβαρός ο Όλιβερ, συλλογιζόμενος ότι οι περισσότεροι πολεμιστές της πόλης ήταν στο Κάερ Μακντόναλντ.
«Πολύ λίγοι θα φτάσουν εκεί», του υποσχέθηκε η Σιόμπαν.
«Άλλωστε, θα στείλουμε αρκετούς στρατιώτες πριν φτάσουν οι μονόφθαλμοι», πρόσθεσε αμέσως ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα τους παρενοχλούμε σε όλη τη διαδρομή, αφού ξέρουμε πιο σύντομους δρόμους. Όχι, δεν θα δημιουργήσουν προβλήματα. Ο στρατός του Άβον νικήθηκε».
«Τι σημαίνει όμως αυτό;» ρώτησε ο Σάγκλιν, κάνοντας την ερώτηση που απασχολούσε όλους.
Βαθιά σιωπή. Εξετάζοντας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της σημερινής νίκης συνειδητοποίησαν όλοι ότι, σε τελική ανάλυση, μπορεί να ήταν πολύ ασήμαντη, ένα φευγαλέο, προσωρινό φως μέσα στο σκοτάδι της τυραννίας του Γκρινσπάροου.
«Σημαίνει ότι κερδίσαμε μια μάχη», είπε τελικά ο Μπριντ’Αμούρ. «Επίσης ότι τώρα έχουμε έναν στόλο για να παρεμποδίσουμε άλλες προσπάθειες εισβολής από τη μεριά του Πορτ Τσάρλι.
»Όμως, ο Γκρινσπάροου θα μας πάρει πιο σοβαρά τώρα», συνέχισε ο μάγος. «Το χιόνι είναι παχύ ακόμη, αυτό μας ευνοεί και μας δίνει χρόνο, αλλά οι μέρες θα αρχίσουν να ζεσταίνουν και το χιόνι δεν θα κρατήσει πια πολύ. Αφού λιώσει, μπορούμε να περιμένουμε ότι γρήγορα θα εισβάλει μια στρατιά από το Τείχος του Μαλπουισάν, κατά πάσα πιθανότητα θα υπάρξει μάλιστα και μια δεύτερη στρατιά που θα έλθει από τα περάσματα του Άιρον Κρος, και οι δύο τους θα είναι μεγαλύτερες από τη δύναμη που μόλις νικήσαμε».
Η εορταστική διάθεση έσβησε, με το σκληρό αλλά αναπόφευκτο ερώτημα του νάνου και τη φανερή αλήθεια της απάντησης του μάγου.
Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε έναν-έναν τους συντρόφους του. Ήξερε ότι αυτοί οι πέντε ήταν αντιπροσωπευτικοί Εριαντοριανοί. Η περήφανη Κατρίν που ποθούσε απεγνωσμένα να επιστρέψει η εποχή της ελευθερίας και της δόξας του Εριαντόρ· οι περισσότεροι νησιώτες ήταν σαν αυτή —στο Μπέντγουιντριν, στο Μάρβις, στο Κάριθ— όπως ήταν επίσης οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι και οι φυλές βόρεια από τα υψίπεδα του Έραντοχ στην περιοχή του Μπέι Κόλθγουιν.
Η οργισμένη Σιόμπαν, χτυπημένη από την αδικία και πλημμυρισμένη από σκέψεις εκδίκησης, ήταν τόσο αντιπροσωπευτική των πιο εξελιγμένων κατοίκων του Μόντφορτ —ή μάλλον, όχι, του Κάερ Μακντόναλντ· τώρα μπορούσε να ονομαστεί έτσι η πόλη— σκέφτηκε ο μάγος. Αυτή ήταν ο αρχιτέκτονας όλης της προσπάθειας, το μυαλό που κινούσε τα νήματα της επανάστασης, περήφανη αλλά όχι τόσο που να μην επιτρέψει τη διείσδυση ενός μάγου στον νου της, όταν βεβαιώθηκε ότι αυτό θα ωφελούσε τον λαό της.
Μετά ο Σάγκλιν, που ο λαός του είχε υποφέρει περισσότεροι από όλους. Ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι ο νάνος είχε ξεπεράσει πια την παραίτηση αλλά και την οργή. Οι νάνοι που είχαν πεθάνει στη θανάσιμη ενέδρα κοντά στο πεσμένο εξωτερικό τείχος δεν ήταν ούτε απογοητευμένοι ούτε οργισμένοι. Έκαναν αυτό που πίστευαν ότι πρέπει να κάνουν, με την απλή ελπίδα ότι η θυσία τους θα βοηθήσει το Εριαντόρ και τον λαό τους. Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταξε τον νάνο με τη μακριά γενειάδα, έναν αγνό στρατιώτη. Αν είχε δέκα χιλιάδες σαν τον Σάγκλιν, πίστευε ότι θα μπορούσε να σαρώσει τον Γκρινσπάροου και όλο το Άβον από προσώπου γης.