«Οι Κόκκινοι Λογχοφόροι ήταν κουρασμένοι από τη μάχη», πρόσθεσε ο Όλιβερ. «Επίσης δεν είχαν καλό έδαφος για να κάνουν μια τέτοια μάχη. Έτσι υποχώρησαν σε κάποιο βουνό».
«Ο Ντιμπουά τους ακολουθούσε και τους παρενοχλούσε με κενές απειλές σε όλη τη διαδρομή», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Μέχρι να καταλάβουν την μπλόφα του οι αρχηγοί των Λογχοφόρων, το Τέταρτο είχε λάβει τις ενισχύσεις που χρειαζόταν. Οι λογχοφόροι του Ανγκαρόθ κατέβηκαν από το βουνό πιστεύοντας ότι θα συνέτριβαν μια τέτοια μικρή δύναμη, αλλά τους συνέτριψε εκείνους ο Ντιμπουά με τις ενισχύσεις του. Ήταν η μοναδική νίκη των Γασκόνων σε αυτή την εκστρατεία».
Ο Όλιβερ τον κοίταξε με ένα ξινισμένο ύφος, που όμως έσβησε γρήγορα καθώς ανυπομονούσε να ανακοινώσει τον δικό του ρόλο σε αυτήν τη στρατηγική νίκη. «Ήθελαν να το ονομάσουν “Μπλόφα του Όλιβερ”», δήλωσε.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατάφερε να κρύψει το γέλιο του.
«Εξαιρετική ιστορία», είπε ο Σάγκλιν, όχι ιδιαίτερα εντυπωσιασμένος.
«Αλλά έχει κάποιο νόημα για μας;» ρώτησε η Κατρίν.
Ο Όλιβερ ξεφύσηξε θιγμένος και κούνησε το κεφάλι του σαν να έλεγε ότι η ερώτηση ήταν γελοία. «Δεν είμαστε όπως το Τέταρτο Σύνταγμα της Καμπαλέζ;» ρώτησε.
«Πες καθαρά τι εννοείς», είπε ο Σάγκλιν.
«Να επιτεθούμε, φυσικά», απάντησε ο Όλιβερ χωρίς δισταγμό. Αυτό έκανε πολλά μάτια να ανοίξουν διάπλατα. Ο χάφλινγκ δεν έδωσε σημασία στην κατάπληξή τους αλλά κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ, όπου υποψιαζόταν ότι θα έβρισκε κάποια συμπαράσταση.
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε χαμογελώντας. Είχε από την αρχή την ελπίδα ότι θα έκανε αυτή την πρόταση κάποιος άλλος, για να αποφύγει να την κάνει ο ίδιος. Ήξερε ότι η συνεισφορά του θα ήταν πιο σημαντική αν συμφωνούσε με τα σχέδια που πρότειναν άλλοι, παρά αν προσπαθούσε να πείσει τους επαναστάτες για σχέδια που είχε επινοήσει ο ίδιος.
Η Κατρίν σηκώθηκε από το τζάκι χτυπώντας τα χέρια στο πίσω μέρος του σκονισμένου παντελονιού της. «Να επιτεθούμε, πού;» ρώτησε. Ήταν φανερό ότι έβρισκε εξωφρενική την ιδέα.
«Στο τείχος», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Στο Τείχος του Μαλπουισάν, πριν προλάβει ο Γκρινσπάροου να περάσει τον στρατό του βόρεια του Πρίνσταουν».
Ξαφνικά, η σκέψη αυτή δεν φαινόταν τόσο παράλογη στον Λούθιεν. «Αν καταλάβουμε το Νταν Κάριθ, θα κόψουμε τη χώρα στα δύο», είπε. «Με τα βουνά και το τείχος, με έναν ισχυρό στόλο να φρουρεί τα λιμάνια μας, θα αναγκάσουμε τον Γκρινσπάροου να μας επιτεθεί σε έδαφος που θα διαλέξουμε εμείς».
«Και η τολμηρή επίθεση θα τον κάνει να νομίσει ότι είμαστε ισχυρότεροι απ’ ό,τι είμαστε πραγματικά», πρόσθεσε ο Όλιβερ με ένα πονηρό χαμόγελο.
Τα πράσινα μάτια της Σιόμπαν άστραφταν από ελπίδα. «Και θα γίνουμε ισχυρότεροι», είπε, «όταν μάθουν τη νίκη μας οι βόρειες επαρχίες, όταν αντιληφθεί όλο το Εριαντόρ την αλήθεια της επανάστασης». Κοίταξε τους άλλους γύρω της, σχεδόν φωνάζοντας από πάθος. «Όταν όλο το Εριαντόρ θα αρχίσει να ελπίζει».
«Η Μπλόφα του Όλιβερ, λοιπόν;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ.
Κανείς δεν διαφώνησε και ο χάφλινγκ χαμογέλασε πλατιά — αλλά μόνο για μια στιγμή. Ξαφνικά, ο Όλιβερ, που φυσικά δεν είχε πάει ποτέ με τον Ντιμπουά στο Ανγκαρόθ, συνειδητοποίησε ότι τους είχε βάλει σε μια πολύ τολμηρή και επικίνδυνη πορεία. Ξερόβηξε, ενώ η έκφρασή του φανέρωνε την ανησυχία του. «Πάντως, φοβάμαι…» άρχισε να λέει, αλλά αμέσως αισθάνθηκε πάνω του το βάρος από τα βλέμματα του Λούθιεν, της Σιόμπαν, του Σάγκλιν και της Κατρίν. «…Έχουν αυτούς τους μάγους», συνέχισε, προσπαθώντας να δικαιολογήσει την ξαφνική του μεταστροφή. Ένιωθε ότι θα πρέπει να δείξει κάποιες αμφιβολίες, για να αποφύγει τις επικρίσεις στην περίπτωση μιας πιθανής καταστροφής. Αν όμως εφαρμοζόταν αυτό το σχέδιο, ιδιαίτερα αν πετύχαινε, ο χάφλινγκ ήθελε όσο τίποτε άλλο να γίνει γνωστό σαν “Μπλόφα του Όλιβερ”. «Δεν μου αρέσει και τόσο η ιδέα να προκαλέσω τόσους μάγους».
Ο Μπριντ’Αμούρ παραμέρισε το επιχείρημα με μια κίνηση του χεριού του. «Η μαγεία δεν είναι αυτή που ήταν, αγαπητέ μου Όλιβερ», διαβεβαίωσε τον χάφλινγκ, αλλά και τους άλλους. «Αλλιώς ο Μόρκνεϊ θα είχε μετατρέψει τον Λούθιεν σε στάχτες στην κορυφή της Μητρόπολης και θα σε είχε αφήσει εσένα παγωμένο σαν υδρορροή στο τοίχωμα του πύργου! Κι εγώ θα ήμουν πολύ πιο αποτελεσματικός στο πεδίο της μάχης, σε διαβεβαιώνω.
Ο μάγος είχε έναν τόνο μεγάλης σιγουριάς. Από τότε που έφυγε από τη σπηλιά όπου ζουσε για τόσον καιρό, ο Μπριντ’Αμούρ είχε αντιληφθεί ότι η ουσία της μαγείας είχε αλλάξει. Υπήρχε ακόμη, σαν μια ενέργεια στον αέρα, αλλά όχι τόσο δυνατή όσο παλιά. Και ήξερε τον λόγο. Οι συναλλαγές του Γκρινσπάροου με τους δαίμονες είχαν διαστρέψει την παλιά τέχνη, την είχαν κάνει κάτι σκοτεινό και κακόβουλο, κι αυτό με τη σειρά του είχε εξασθενίσει την ίδια τη δομή της συμπαντικής υφής, την πηγή της μαγικής δύναμης. Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωθε μια βαθιά θλίψη γι’ αυτή την απώλεια, μια νοσταλγία για τον παλιό καιρό, τότε που ένας ικανός μάγος ήταν πολύ-πολύ ισχυρότερος, τότε που οι καλύτεροι από τους μάγους μπορούσαν να αντιμετωπίσουν έναν ολόκληρο στρατό και να τον τρέψουν σε φυγή. Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι σε αυτό τον πόλεμο με τον Γκρινσπάροου και τους μάγους-δούκες του, όπου ο ίδιος ήταν ο μοναδικός μάγος βόρεια των βουνών, αυτή η εξασθένηση της μαγικής δύναμης μπορεί να ήταν η μοναδική ελπίδα του Εριαντόρ.