»Στο Τείχος του Μαλπουισάν, λοιπόν!» είπε.
Ο Λούθιεν κοίταξε την Κατρίν, μετά τον Σάγκλιν και τέλος την Σιόμπαν, αλλά δεν χρειαζόταν επιβεβαίωση από τους φίλους του αυτήν τη φορά. Το Κάερ Μακντόναλντ ήταν ελεύθερο, αλλά δεν θα παρέμενε έτσι αν περίμεναν να κάνει ο Γκρινσπάροου την επόμενη κίνησή του. Ο πόλεμος ήταν μια παρτίδα σκακιού, και έπαιζαν με τα λευκά.
Ήταν ώρα να κινηθούν.
18
Θερμή υποδοχή
Το χιόνι σταμάτησε την επόμενη μέρα αφήνοντας ένα λευκό στρώμα μισού μέτρου σε όλο τον νότιο κάμπο του Εριαντόρ, ενώ σε μερικά κοιλώματα είχε συσσωρευτεί σε πολύ μεγαλύτερο ύψος, αρκετό για να καταπιεί έναν καβαλάρη μαζί με το άλογό του χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Παρ’ όλα αυτά, μια ισχυρή στρατιωτική δύναμη έφυγε από το Κάερ Μακντόναλντ, κυρίως αποτελούμενη από πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι, για να κυνηγήσει τις εφτά χιλιάδες Πραιτωριανούς Φρουρούς που είχαν ξεφύγει από τη μάχη. Φορώντας δερμάτινα γάντια και χοντρούς μάλλινους μανδύες, με πολλά στρώματα κάλτσες κάτω από μπότες από ελαφόδερμα και κουβαλώντας σάκους με ξερά προσανάμματα, οι Εριαντοριανοί ήταν καλά εφοδιασμένοι για να αντιμετωπίσουν τον παγερό καιρό. Αντίθετα, οι Κυκλωπιανοί ήταν κουρασμένοι και πεινασμένοι, ενώ πολλοί τραυματίες είχαν εξασθενήσει από την αιμορραγία. Έτσι εκείνη η πρώτη παγωμένη νύχτα τους είχε ήδη προκαλέσει τρομακτικές απώλειες. Οι Εριαντοριανοί, πριν απομακρυνθούν τρία χιλιόμετρα από τις πύλες του Κάερ Μακντόναλντ, συνάντησαν γραμμές από παγωμένα πτώματα καθώς και Κυκλωπιανούς που έτρεμαν από το κρύο, με μπλε χείλια, χέρια τόσο μουδιασμένα και πρησμένα, ώστε δεν μπορούσαν καν να κρατήσουν όπλο.
Έτσι, άρχισε η συγκέντρωση των μονόφθαλμων και γρήγορα είχε σχηματιστεί μια φάλαγγα αιχμαλώτων με μήκος αρκετά χιλιόμετρα, μέχρι τις πύλες του Κάερ Μακντόναλντ. Ως το απόγευμα είχαν φτάσει στην πόλη πάνω από χίλιοι, ενώ οι αγγελιοφόροι υπολόγιζαν ότι αυτοί που κείτονταν νεκροί στο χιόνι ήταν διπλάσιοι ή τριπλάσιοι. Παρ’ όλα αυτά, υπήρχε ακόμη μια μεγάλη δύναμη που κατευθυνόταν προς το Πορτ Τσάρλι.
Ο Μπριντ’Αμούρ χρησιμοποίησε τη μαγική του όραση για να τους εντοπίσει και, με τον μάγο να κατευθύνει τους διώκτες, πολλοί Κυκλωπιανοί πιάστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Ο υποδιοικητής Μακρυμανίκης, τραυματισμένος ακόμη από την κατάρρευση της γέφυρας και με τη μύτη ενός βέλους ξωτικών χωμένη βαθιά στον ώμο του, οδηγούσε την κύρια δύναμη περίπου από τρεις χιλιάδες Πραιτωριανούς. Αντιμετώπιζαν συνεχείς επιθέσεις σε κάθε βήμα της διαδρομής, μην έχοντας τη δύναμη να αντιδράσουν. Παρ’ όλα αυτά συνέχισαν την πορεία τους τρώγοντας τους νεκρούς τους και προσπαθώντας να προφυλαχτούν με όποιο τρόπο μπορούσαν από τον παγερό αέρα και το χιόνι.
Γρήγορα έμειναν δύο χιλιάδες, μια δύναμη ελάχιστα μεγαλύτερη από τους επαναστάτες που τους καταδίωκαν, αλλά ο καιρός βελτιωνόταν σταθερά και το χιόνι μειωνόταν ώρα με την ώρα. Από φόβο και μόνο, ο Μακρυμανίκης τους κρατούσε σε συνεχή κίνηση, μέχρι που επιτέλους είδαν από μακριά τα ψηλά κατάρτια των πλοίων του Άβον στο λιμάνι του Πορτ Τσάρλι.
Το θέαμα έφερε μεγάλη χαρά στους μονόφθαλμους, παρ’ ότι ήξεραν πως τώρα που είχαν φτάσει κοντά στην πόλη, η δύναμη η οποία τους καταδίωκε σίγουρα θα εξαπέλυε ολοκληρωτική επίθεση.
Εκείνο που δεν ήξεραν οι στρατιώτες του Άβον ήταν ότι ενώ εκείνοι πανηγύριζαν τη σωτηρία τους όταν είδαν τα κατάρτια, οι κάτοικοι του Πορτ Τσάρλι τους παρακολουθούσαν άγρυπνα εντοπίζοντας τα σημεία όπου θα χτυπούσαν τα πληρώματα των πλοίων, που εντωμεταξύ είχαν μάθει να χειρίζονται με μεγάλη ικανότητα τους καταπέλτες.
Ένα-ένα τα σκάφη εξαπέλυσαν φλεγόμενη πίσσα και καλάθια με μυτερές πέτρες. Ο Μακρυμανίκης θα έδινε εντολή να επιτεθούν στην πόλη, αλλά η πρώτη βολή, μια φλεγόμενη μπάλα από μαύρη πίσσα, έθαψε τον υποδιοικητή εκεί όπου στεκόταν, καίγοντας τα όμορφα μαλλιά του, τα όμορφα μανίκια του και τις φαβορίτες του.