Οι μονόφθαλμοι, τρομοκρατημένοι, χωρίς αρχηγό πια, άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Μερικοί όρμησαν στο Πορτ Τσάρλι ενώ άλλοι στράφηκαν ανατολικά, αλλά γρήγορα έπεσαν πάνω στον γέρο-Ντόζιερ και τον στρατό του. Η σφαγή τελείωσε μέσα σε μια ώρα και χρειάστηκε μόνο ένα από τα αιχμαλωτισμένα πλοία για να μεταφέρει τους υπόλοιπους Κυκλωπιανούς στον βορρά, όπου το Νταϊαμοντγκέιτ θα χρησίμευε για φυλακή τους.
Πίσω στο Κάερ Μακντόναλντ οι ετοιμασίες για την προέλαση κατά του Τείχους του Μαλπουισάν ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Είχαν αποφασίσει να κάνουν μια διπλή επίθεση. Ο Σάγκλιν και οι νάνοι του θα πήγαιναν στο Άιρον Κρος για να φρουρούν τα περάσματα, πιστεύοντας ότι θα έβρισκαν και άλλους δικούς τους για να τους καλέσουν να προσχωρήσουν στην επανάσταση. Η κύρια δύναμη, με επικεφαλής τον ίδιο τον Μπριντ’Αμούρ, θα χτυπούσε κάνοντας κύκλο γύρω από τους πρόποδες των βουνών.
Καθώς περνούσαν εκείνες οι μέρες της προετοιμασίας, έγινε φανερή η απίστευτη τόλμη αυτού του εγχειρήματος. Ο στρατός δεν θα ήταν τόσο μεγάλος, με τους πολεμιστές του Πορτ Τσάρλι να έχουν γυρίσει στην πόλη τους και με τους τόσους νεκρούς ή τραυματίες. Σχετικά με τους Πραιτωριανούς, αποφασίστηκε ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να τους κρατήσουν μέσα στην πόλη σε τόσο μεγάλους αριθμούς. Θα τους έστελναν δυτικά κι από εκεί θα τους μετέφεραν βόρεια, στο Νταϊαμοντγκέιτ, όπως και τους συντρόφους τους που είχαν αιχμαλωτιστεί στο πεδίο της μάχης έξω από το Πορτ Τσάρλι. Από το Νταϊαμοντγκέιτ δεν υπήρχε απολύτως καμιά ελπίδα διαφυγής.
Εφόσον ο Λούθιεν και ο Μπριντ’Αμούρ διέθεταν μόνο μερικές χιλιάδες στρατιώτες για αυτή την επιχείρηση, γρήγορα έγινε φανερό ότι η επιτυχία της Μπλόφας του Όλιβερ θα εξαρτιόταν από τις ενισχύσεις που μπορεί να έβρισκαν οι Εριαντοριανοί, καθώς θα περνούσαν οι μέρες. Ήξεραν ότι τα νέα διαδίδονταν στις πιο βόρειες πόλεις κι ότι σε όλη την περιφέρεια ξεσπούσαν ζητωκραυγές για την απελευθέρωση του Κάερ Μακντόναλντ. Όμως, ήξεραν επίσης ότι δεν επρόκειτο να έλθουν πολλοί χωρικοί για να μπουν στον αγώνα. Σε λίγο θα άρχιζε η εποχή της σποράς στη στεριά, αλλά και η καλύτερη εποχή του ψαρέματος για τους Εριαντοριανούς που ζούσαν από τη θάλασσα. Τόσο η κατάληψη της πόλης όσο και η υπεράσπισή της ενάντια σε έναν στρατό Πραιτωριανών ήταν απίστευτες επιτυχίες, αλλά οι Εριαντοριανοί είχαν ζήσει πολύ καιρό κάτω από την τυραννία του Γκρινσπάροου, για τούτο ήξεραν ότι οι επαναστάτες απέχουν πολύ από το να κερδίσουν αυτήν τη μάχη.
«Θα πάμε εγώ και ο Όλιβερ», ανακοίνωσε ο Λούθιεν στον Μπριντ’Αμούρ ένα πρωί καθώς περπατούσαν οι δυο τους στο τείχος της πόλης, παρατηρώντας τις προετοιμασίες ή επιβλέποντας τους στρατιώτες οι οποίοι συγκέντρωναν τις άμαξες και τα υποζύγια που θα μετέφεραν τα εφόδια.
Ο μάγος κοίταξε περίεργος τον νεαρό. «Θα πάτε;» ρώτησε.
«Θα βγούμε πριν από τον στρατό», του εξήγησε ο Λούθιεν. «Ακολουθώντας μια πιο βόρεια διαδρομή».
«Για να συγκεντρώσετε, σίγουρα, υποστηρικτές», συμπέρανε ο Μπριντ’Αμούρ και μετά έμεινε ακίνητος εξετάζοντας αυτή την ιδέα.
«Θα πάω ανοιχτά σαν Πορφυρή Σκιά, εχθρός του θρόνου», εξήγησε ο Λούθιεν.
«Υπάρχουν πολλοί Κυκλωπιανοί διάσπαρτοι σε αυτά τα χωριά», του υπενθύμισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Επίσης πολλοί έμποροι και ιππότες που συμπαθούν τον Γκρινσπάροου».
«Μόνο και μόνο επειδή αυτοί ευημερούν κάτω από την τυραννία ενός διεφθαρμένου βασιλιά, ενώ το υπόλοιπο Εριαντόρ υποφέρει!» είπε ο Λούθιεν, ενώ τα χαρακτηριστικά του προσώπου του σφίγγονταν δίνοντάς του άγρια έκφραση.
«Για οποιονδήποτε λόγο», του απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.
«Ξέρω τον λαό του Εριαντόρ», δήλωσε ο Λούθιεν. «Τον πραγματικό λαό του Εριαντόρ. Αν δεν ξεσηκώνονται για να σκοτώσουν τους Κυκλωπιανούς ή τους εμπόρους είναι μόνο και μόνο επειδή δεν έχουν ελπίδα, επειδή πιστεύουν ότι, όσους κι αν σκοτώσουν, θα έλθουν πολύ περισσότεροι για να τους τιμωρήσουν κι αυτούς και τις οικογένειές του».
«Δεν είναι τόσο παράλογος φόβος», είπε ο Μπριντ’Αμούρ. Ο μάγος απλώς έπαιζε τον δικηγόρο του διαβόλου. Είχε καταλήξει ήδη στο συμπέρασμα ότι η ιδέα του Λούθιεν ήταν εξαιρετική, μια τολμηρή προσθήκη σε ένα τολμηρό σχέδιο. Και, σίγουρα, θα τους χρειαζόταν η βοήθεια των υποστηρικτών που μπορεί να συγκέντρωναν οι δύο φίλοι. Το Τείχος του Μαλπουισάν είχε χτιστεί από τους Γασκόνους πριν από αιώνες για το ενδεχόμενο ακριβώς μιας τέτοιας επανάστασης, όταν η Γασκόνη, αφού κατέλαβε το Άβον, αποφάσισε ότι δεν μπορεί να δαμάσει το άγριο Εριαντόρ. Το τείχος είχε χτιστεί σαν άμυνα ενάντια στις βόρειες φυλές, γι’ αυτό δεν θα ήταν εύκολος στόχος!