«Τώρα όμως θα έχουν αρχίσει να ελπίζουν», είπε ο Λούθιεν. «Αυτή είναι η γοητεία της Πορφυρής Σκιάς, τίποτα παραπάνω. Το τι κάνω ενώ φορώ τον μανδύα, δεν έχει σημασία πια. Εκείνο που μετρά είναι ότι τον φορώ, αφήνοντάς τους να πιστεύουν ότι είμαι κάποιος ήρωας της παλιάς εποχής, που γύρισε για να τους ελευθερώσει».
Ο Μπριντ’Αμούρ κοίταζε διαπεραστικά τον Λούθιεν και ο νέος άρχισε να νιώθει αμηχανία κάτω από αυτήν τη γνωστή, διεισδυτική εξέταση. Σιγά-σιγά όμως το πρόσωπο του μάγου φωτίστηκε, ώστε ο Λούθιεν τον αισθάνθηκε σαν πατέρα, έτσι όπως ήλπιζε άλλοτε να ήταν ο πατέρας του.
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι μέσα στην έξαψη των τελευταίων εβδομάδων δεν είχε σκεφτεί καθόλου τον Γκάχρις Μπέντγουιρ, από τότε που είχε έρθει η Κατρίν για να του φέρει τον Τυφλωτή, το οικογενειακό σπαθί των Μπέντγουιρ, μαζί με το νέο ότι η επανάσταση είχε απλωθεί σε όλο το νησί του Μπέντγουιντριν. Πώς να είναι ο Γκάχρις τώρα; αναρωτήθηκε ο Λούθιεν. Αισθάνθηκε νοσταλγία για το σπίτι του αλλά την έδιωξε αμέσως μόλις σκέφτηκε τον Ίθαν, τον αδελφό του που ο Γκάχρις τον έστειλε να πεθάνει, καθώς επίσης τον Γκαρθ Ρόγκαρ, τον βάρβαρο φίλο του Λούθιεν, που ένας Κυκλωπιανός τον σκότωσε στην αρένα αφού τον είχε νικήσει ο Λούθιεν. Είχε φύγει από το Μπέντγουιρ για αυτούς και παρόμοιους πολύ σοβαρούς λόγους, και τα ραγδαία γεγονότα δεν του άφησαν χρόνο να ανησυχεί για έναν άνθρωπο που δεν θεωρούσε πια πατέρα του.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον Μπριντ’Αμούρ κάτω από ένα διαφορετικό φως. Ξαφνικά αισθάνθηκε ότι χρειάζεται την επιδοκιμασία του γέρο-μάγου, ήθελε να τον βλέπει να χαμογελά όπως χαμογελούσε ο Γκάχρις κάθε φορά που ο Λούθιεν νικούσε στην αρένα.
Και αυτό ακριβώς έκανε ο Μπριντ’Αμούρ, χαμογέλασε βάζοντας το χέρι του στον ώμο του Λούθιεν. «Φύγε σήμερα», του είπε.
«Θα πάω στο Μπρόνεγκαν και από ’κεί στα υψίπεδα του Έραντοχ», είπε ο Λούθιεν. «Όταν θα επιστρέψω για να σε προφτάσω, στις ανατολικές παρυφές του Γκλεν Άλμπιν, θα έχω μαζί μου μια δύναμη μεγαλύτερη από αυτή που θα φύγει σε λίγο από το Κάερ Μακντόναλντ».
Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε χτυπώντας τον Λούθιεν στην πλάτη, καθώς εκείνος έφευγε για να βρει τον Όλιβερ και τα άλογά τους, για να ξεκινήσουν το ταξίδι τους.
Ο γέρο-μάγος έμεινε στο τείχος για αρκετή ώρα, στην αρχή παρακολουθώντας τον Λούθιεν και μετά χωρίς να κοιτάζει τίποτα συγκεκριμένο. Ο ίδιος είχε βάλει τον Λούθιεν σε αυτή την πορεία πριν από πολύ καιρό, εκείνη τη μέρα στη σπηλιά του δράκου όταν του έδωσε τον πορφυρό μανδύα. Όντας υπεύθυνος, εν μέρει τουλάχιστον, για την επιστροφή της Πορφυρής Σκιάς, όταν σκεφτόταν τον Λούθιεν τώρα, τόσο πρόθυμο να αναλάβει τις ευθύνες του έργου που έπεσε στους ώμους του, το γέρικο στήθος του φούσκωνε από περηφάνια.
Την περηφάνια που θα ένιωθε ένας πατέρας για τον γιο του.
19
Το πέρασμα της άνοιξης
«Κάνει το σωστό», είπε η Σιόμπαν πλησιάζοντας την Κατρίν στο τείχος. Η Κατρίν Ο’ Χέιλ δεν γύρισε να την κοιτάξει, μολονότι απόρησε που η Σιόμπαν είχε διαλέξει εκείνο το συγκεκριμένο σημείο του τείχους, τόσο κοντά της.
Κάτω, ο Όλιβερ και ο Λούθιεν έβγαιναν από τις πύλες, ο Όλιβερ με το κίτρινο πόνι του και ο Λούθιεν ψηλός, περήφανος πάνω στον κατάλευκο Ριβερντάνσερ. Είχαν αποχαιρετίσει ήδη τους φίλους τους κι έτσι δεν γύρισαν να κοιτάξουν πίσω. Προχώρησαν δίπλα-δίπλα προς το πεσμένο εξωτερικό τείχος, περνώντας την περιοχή όπου υπήρχαν ακόμη αρκετά πτώματα Κυκλωπιανών που δεν είχαν προλάβει να απομακρύνουν τα συνεργεία ταφής, ασημόμαυρα εξογκώματα μέσα στο χιόνι που μειωνόταν σταθερά.
»Έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους», πρόσθεσε η Σιόμπαν.
«Ποιοι;» ρώτησε η Κατρίν.
Η Σιόμπαν την κοίταξε με σκεπτικισμό προσέχοντας ότι το βλέμμα της ήταν στραμμένο ανατολικά στον ορίζοντα, που έπαιρνε το ροζ χρώμα της αυγής. Η περήφανη Κατρίν απέφευγε επιδεικτικά να κοιτάξει τον Λούθιεν.
«Οι φίλοι μας», απάντησε η Σιόμπαν παίζοντας αυτό το ανόητο εφηβικό παιχνίδι της πολεμίστριας από το Χέιλ.
Αυτήν τη φορά η Κατρίν κοίταξε τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, μια αδιάφορη ματιά. «Ο Λούθιεν, έτσι κι αλλιώς, τρέχει συνεχώς εδώ κι εκεί», απάντησε. «Όπου τον πάει το άλογό του.
Η Σιόμπαν συνέχισε να την κοιτάζει εξεταστικά, προσπαθώντας να αντιληφθεί τι εννοεί.
»Έτσι έκανε πάντα», δήλωσε η Κατρίν, γυρίζοντας για να κοιτάξει την Σιόμπαν. «Πηγαίνει όπου θέλει, όποτε θέλει, και είναι ανόητη η γυναίκα που νομίζει ότι μπορεί να τον κρατήσει κοντά της». Καθώς στράφηκε αμέσως αλλού, αυτή η κίνηση αποκάλυψε περισσότερα από όσα ήθελε. «Είναι ανόητη η γυναίκα που νομίζει ότι μπορεί να αλλάξει τον Λούθιεν Μπέντγουιρ».
Η φωνή της ήταν τελείως ήρεμη, αλλά η Σιόμπαν διέκρινε εύκολα την κρυμμένη πικρία. Η Κατρίν πονούσε και αυτή η αδιάφορη έκφραση ήταν ένα προσωπείο, ενώ τα λόγια κι ο τόνος της δεν ήταν παρά ένα βέλος που σκόπευε την καρδιά της Σιόμπαν. Η μισοξωτική ήξερε ότι η Κατρίν τα έλεγε αυτά από πόνο. Στην πραγματικότητα, η ίδια δεν προσβλήθηκε ούτε πληγώθηκε από την αναχώρηση του Λούθιεν, γιατί ένιωθε ότι η ίδια κι ο νεαρός Μπέντγουιρ έχουν συμφιλιωθεί με την πραγματικότητα της σχέσης τους.