Ο Σιόμπαν για λίγο έμεινε αμίλητη. Αναλογιζόταν τη συμπάθειά της για την Κατρίν αλλά και τα λόγια που της είχε πετάξει η περήφανη γυναίκα. Ήξερε ότι αυτή η επίθεση έγινε καθαρά από αυτοάμυνα, αλλά και πάλι απόρησε που η Κατρίν της επιτέθηκε με αυτό τον τρόπο, που προσπάθησε να την κάνει να νιώσει άσχημα για την αναχώρηση του Λούθιεν.
«Έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους», επανέλαβε η Σιόμπαν. «Μη φοβάσαι όμως», πρόσθεσε, με όση δραματική έμφαση χρειαζόταν για να γυρίσει η Κατρίν και να την κοιτάξει. «Ξέρω ότι ο Λούθιεν έχει καλές επιδόσεις στις μεγάλες αποστάσεις».
Η Κατρίν την κοίταξε με μισάνοιχτο στόμα, κατάπληκτη με αυτό το ασυνήθιστο υπονοούμενο της Σιόμπαν και τον πονηρό, σχεδόν χυδαίο τόνο της.
Η Σιόμπαν γύρισε και κατέβηκε με άνεση τη σκάλα αφήνοντας την Κατρίν στο τείχος, με το θέαμα του Λούθιεν και του Όλιβερ να απομακρύνονται προς τα βορειοανατολικά.
Η Κατρίν κοίταξε τους μακρινούς τώρα καβαλάρηδες, ειδικά τον Λούθιεν, τον άνθρωπο που ήταν σύντροφός της στο Μπέντγουιντριν. Μαζί είχαν ζήσει τόσα χρόνια, μαζί έχασαν την αθωότητά τους απέναντι στη ζωή και στον έρωτα. Ήθελε να πληγώσει την Σιόμπαν λεκτικά, αν όχι ψυχικά. Στην πραγματικότητα την συμπαθούσε, τη σεβόταν βαθιά και από πολλές απόψεις τη θεωρούσε φίλη της. Αλλά δεν μπορούσε να ξεπεράσει αυτό το αίσθημα της ζήλιας.
Ήξερε ότι είχε χάσει αυτήν τη λεκτική μονομαχία. Έμεινε μόνη πάνω στο τείχος του Κάερ Μακντόναλντ μέσα στην ψύχρα της ανοιξιάτικης αυγής κοιτάζοντας τον Λούθιεν που απομακρυνόταν, με το πρόσωπό της ζαρωμένο σε μια αδύναμη προσπάθεια να συγκρατήσει τα δάκρυα που ανάβλυζαν στα λαμπερά πράσινα μάτια της.
«Πάντως, ξέρεις να το σκας για να αποφεύγεις τα προβλήματα», είπε ο Όλιβερ στον Λούθιεν, όταν είχαν απομακρυνθεί από το τείχος του Κάερ Μακντόναλντ.
Ο Λούθιεν κοίταξε απορημένος τον μικροσκοπικό σύντροφό του. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι εννοούσε. «Εμείς, μάλλον πάμε γυρεύοντας για προβλήματα, δεν προσπαθούμε να τα αποφύγουμε», του απάντησε.
«Μια μάχη με Κυκλωπιανούς δεν συνιστά πρόβλημα», του εξήγησε ο Όλιβερ. «Ή, τουλάχιστον, δεν είναι από τα προβλήματα που φοβάσαι.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε καχύποπτα, καταλαβαίνοντας πού το πηγαίνει ο φίλος του.
»Αλλά ξέρεις να αποφεύγεις τα προβλήματα του άλλου είδους, τα πιο αδιόρατα και οδυνηρά», συνέχισε ο Όλιβερ. «Πρώτα στέλνεις την Κατρίν στο Πορτ Τσάρλι…»
«Αυτή προσφέρθηκε!» διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν. «Απαίτησε να πάει!»
«…Και τώρα φρόντισες να λείψεις δυο βδομάδες τουλάχιστον», συνέχισε ο χάφλινγκ χωρίς δισταγμό αγνοώντας τις διαμαρτυρίες του Λούθιεν.
Οι διαμαρτυρίες δεν συνεχίστηκαν γιατί ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι ο Όλιβερ είχε δίκιο.
«Ωραία!», τον μάλωσε ο Όλιβερ. «Σπουδαίος ήρωας με το σπαθί, αλλά στον έρωτα, βράστα!»
Ο Λούθιεν πήγε να τον ρωτήσει τι ανοησίες είναι αυτές που λέει και να του πει να σταματήσει τις νύξεις του, αλλά κατάλαβε ότι ήταν πολύ αργά πια για κάτι τέτοιο. «Πώς τολμάς;» είπε κοφτά, έτσι ώστε ο Όλιβερ κατάλαβε ότι του είχε ξύσει καίρια την πληγή. «Τι ξέρεις εσύ;» ρώτησε συνεχίζοντας ο Λούθιεν. «Τι ξέρεις για όλα αυτά;»
«Είμαι πολύ ικανός και επιδέξιος στα θέματα της καρδιάς», του απάντησε περήφανα ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν κοίταξε τον μικροσκοπικό σύντροφό του με μια έκφραση που έδειχνε καθαρά τις αμφιβολίες του.
Ο Όλιβερ ξεφύσηξε αγαναχτισμένα. «Ανόητε νεαρέ», είπε, χτυπώντας τα δάχτυλά του στον αέρα. «Στη Γασκόνη λένε ότι ένας έμπορος είναι τόσο καλός όσο το πορτοφόλι του, ένας πολεμιστής είναι τόσο καλός όσο το όπλο του, και ένας εραστής είναι τόσο καλός όσο…»
«Όλιβερ!» τον έκοψε ο Λούθιεν κατακόκκινος από ντροπή.
«…Η καρδιά του», αποτελείωσε τη φράση του ο Όλιβερ κοιτάζοντας με περιέργεια τον σοκαρισμένο σύντροφό του. «Μου φαίνεται ότι έχεις γίνει πολύ χυδαίος!» πρόσθεσε μετά.
«Απλώς νόμισα…» τραύλισε ο Λούθιεν, αλλά μετά σταμάτησε. Κούνησε μοιρολατρικά το κεφάλι του φτερνίζοντας τον Ριβερντάνσερ, που πετάχτηκε μπροστά από τον Θρεντμπέαρ.
Ο Όλιβερ όμως επέμεινε φέρνοντας το πόνι του πάλι δίπλα στο άλογο του Λούθιεν. «Δεν γνωρίζεις την καρδιά σου, φίλε μου», είπε. «Έτσι το βάζεις στα πόδια, αλλά στην πραγματικότητα δεν μπορείς να αποφύγεις το πρόβλημα!»
«Όλιβερ ο ποιητής!» είπε σαρκαστικά ο Λούθιεν.