Выбрать главу

Ρ. Α. Σαλβατόρε

Ο Δρακοβασιλιάς

Για την Νταϊάν και τον Μπράιαν, τον Τζένο και την Κέιτλιν

Πρόλογος

Τα Νησιά της Θάλασσας του Άβον γεύτηκαν επιτέλους την ειρήνη, όμως ήταν ειρήνη αβέβαιη, βασισμένη σε μια ανακωχή που ουσιαστικά δεν άρεσε ούτε στο Άβον ούτε στο Εριαντόρ, αλλά που την υπέγραψαν επειδή ο πόλεμος θα είχε μεγάλο κόστος για τον παράνομο βασιλιά του Άβον, ενώ θα ήταν ανέλπιδος για το νέο βασίλειο του Εριαντόρ με τον πολύ μικρότερο και ελάχιστα εξοπλισμένο στρατό του.

Στο βόρειο βασίλειο του Εριαντόρ ο μάγος Μπριντ’Αμούρ στέφθηκε βασιλιάς, ένα γεγονός που έγινε δεκτό με μεγάλο και δικαιολογημένο ενθουσιασμό από τους ανεξάρτητους και σκληροτράχηλους κατοίκους της χώρας. Όμως, ο βασιλιάς Μπριντ’Αμούρ, με τη σύνεση που του είχαν χαρίσει οι αιώνες της ζωής του, δεν πίστευε ότι θα συνεχιστεί αυτή η ειρήνη αφού στον θρόνο του πανίσχυρου Άβον παρέμενε ο μοχθηρός Γκρινσπάροου. Επί είκοσι χρόνια ο Γκρινσπάροου κατείχε το Εριαντόρ, πράγμα που του εξασφάλιζε την κυριαρχία όλων των νησιών, γι’ αυτό ο Μπριντ’Αμούρ ήξερε ότι δεν θα το άφηνε να του ξεφύγει τόσο εύκολα. Επιπλέον, ο βασιλιάς του Άβον ήταν μάγος με ισχυρούς δαίμονες για συμμάχους και μια αυλή που περιελάμβανε τέσσερις μάγους-δούκες και μια δούκισσα με σημαντικές μαγικές δυνάμεις.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αν και έπρεπε να αντιμετωπίσει μόνος τις μαγικές δυνάμεις όλης της αυλής του Γκρινσπάροου όντας ο μοναδικός μάγος του Εριαντόρ, παρηγοριόταν με τη σκέψη ότι διαθέτει κι αυτός ισχυρούς συμμάχους. Κυριότερος ανάμεσά τους ήταν ο Λούθιεν Μπέντγουιρ, η Πορφυρή Σκιά, που είχε γίνει ο ήρωας του έθνους και το σύμβολο του ελεύθερου Εριαντόρ. Ο Λούθιεν είχε κατορθώσει να σκοτώσει τον δούκα Μόρκνεϊ, ο Λούθιεν ηγήθηκε της επανάστασης στο Μόντφορτ πετυχαίνοντας να πάρει πίσω την πόλη και να της ξαναδώσει το πραγματικό εριαντοριανό της όνομα: Κάιρ Μακντόναλντ.

Προς το παρόν, τουλάχιστον, το Εριαντόρ ήταν ελεύθερο και όλοι η κάτοικοι της χώρας —οι ναυτικοί του Πορτ Τσάρλι και των τριών βόρειων νησιών, οι άγριοι ιππείς του Έραντοχ, οι δυνατοί νάνοι του Άιρον Κρος, τα νεραϊδογέννητα ξωτικά κι όλοι οι αγρότες και οι ψαράδες— ήταν αφοσιωμένοι στον βασιλιά και στη χώρα τους.

Αν ο Γκρινσπάροου ήθελε να ξαναπάρει το Εριαντόρ, θα ήταν υποχρεωμένος να πολεμήσει όλους τούτους ενωμένους, για κάθε σπιθαμή εδάφους.

1

Παλιός εχθρός, νέος εχθρός

Με ένα απλό ξόρκι πέρασε αθέατος από τους φρουρούς και βγήκε από τις πύλες της μεγαλύτερης πόλης του Άβον, του πανίσχυρου Καρλάιλ. Περπατούσε βιαστικά μέσα στο σκοτάδι της αφέγγαρης νύχτας πολεμώντας την εξέγερση μέσα του, την εσωτερική πίεση του άλλου εαυτού του, την ανυπομονησία ενός πλάσματος που είχε μείνει φυλακισμένο για πολύ καιρό.

«Τώρα!» τον ικέτεψε με ένα σιωπηλό κάλεσμα μέσα του η θέληση του Ντανσαλιγκνάτιους.

«Όχι ακόμη, ανόητε», γρύλλισε ο Γκρινσπάροου γιατί ήξερε τους κινδύνους, ήξερε ότι αν αποκαλυπτόταν στον λαό του Άβον, αν έβλεπαν οι υπήκοοί του ποιος και τι πραγματικά είναι, δεν θα άντεχαν την αλήθεια. Ο Ντανσαλιγκνάτιους, το άλλο μισό του βασιλιά, δεν συμφωνούσε —δεν είχε συμφωνήσει ποτέ, όχι μόνο κατά τη διάρκεια των χρόνων που βασίλευε ο Γκρινσπάροου αλλά και σε όλους τους αιώνες που προηγήθηκαν, από τότε που ο μάγος έγινε ένα μαζί του. Ο Ντανσαλιγκνάτιους πίστευε ότι η αποκάλυψη θα έκανε ολοκληρωτική την υποταγή των ανθρώπων, καθώς θα έβλεπαν ακέραιο το μεγαλείο του Γκρινσπάροου. Πίστευε ότι θα τρόμαζαν ακόμη κι οι βασιλιάδες των γειτονικών χωρών και θα υποτάσσονταν στην υπέρτερη, λόγω του δράκοντα, δύναμη του Άβον.

Αλλά ήταν φυσικό να σκέφτεται έτσι ο Ντανσαλιγκνάτιους. Αυτή ήταν η νοοτροπία της ράτσας του.

Ο βασιλιάς συνέχισε να τρέχει στα χωράφια έχοντας κάνει τα πόδια του πιο γρήγορα με ένα απλό ξόρκι. Πέρασε τα αγροκτήματα που βρισκόταν γύρω από την πόλη και τις μικρές καλύβες όπου τα κεριά πίσω από τα παράθυρα έδειχναν ότι ο κόσμος ήταν ακόμη ξύπνιος. Αισθάνθηκε ένα τράβηγμα στη σπονδυλική του στήλη, μια φαγούρα στο πουδραρισμένο δέρμα του.

«Όχι ακόμη!» παρακάλεσε ο βασιλιάς, αλλά ήταν πολύ αργά. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τον Ντανσαλιγκνάτιους. Προσπάθησε να συνεχίσει το τρέξιμο, αλλά ένας πόνος στο πόδι του τον έκανε να κυλιστεί στα πυκνά χόρτα. Μπουσουλώντας, κατάφερε σιγά-σιγά να περάσει ένα ύψωμα και να κυλήσει πίσω του σε κάποιο κοίλωμα του εδάφους.

Τα ουρλιαχτά του έφεραν τους αγρότες από τρία κοντινά σπίτια στα παράθυρά τους. Κοίταξαν επιφυλακτικά το σκοτάδι έξω. Ένας, αφού πήρε το παλιό οικογενειακό του ξίφος, ένα σκουριασμένο όπλο, τόλμησε να βγει έξω και να προχωρήσει αργά προς το μέρος απ’ όπου ακούγονταν οι κραυγές, οι οποίες συνεχίζονταν ακόμη.