Выбрать главу

Το έδαφος απομακρύνθηκε κάτω από τα πόδια του, καθώς η μεγάλη κουκουβάγια υψώθηκε στον αέρα πετώντας αθόρυβα.

Ο Μπριντ’Αμούρ γεύτηκε τότε την αληθινή ελευθερία. Πόσο του άρεσε αυτή η μεταμόρφωση! Ιδιαίτερα τη νύχτα, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται κι όλα μοιάζουν με ένα υπέροχο όνειρο.

Γέρνοντας στο πλάι, με τη γραμμή των φτερών του να γυρίζει σχεδόν κατακόρυφα προς το έδαφος, πέρασε από το στενό άνοιγμα ανάμεσα σε δυο δέντρα. Μετά άρχισε να παίρνει ύψος χτυπώντας δυνατά τα φτερά του, ώσπου γρήγορα αισθάνθηκε τον ζεστό αέρα στην κοιλιά του καθώς περνούσε από τα πρώτα βουνά του Άιρον Κρος. Με τα φτερά απλωμένα υψώθηκε αργά στον νυχτερινό αέρα νιώθοντας γύρω του τα ρεύματα και τις αλλαγές θερμοκρασίας. Συνέχισε να πετά μέσα στη νύχτα περνώντας από κοιλάδες και ακολουθώντας ζεστά ανοδικά ρεύματα. Κατευθύνθηκε προς τα βορειοδυτικά, όπου τα βουνά ήταν πιο απόκρημνα, αδιάβατη διαδρομή για τους ανθρώπους αλλά εύκολη πτήση για μια κουκουβάγια.

Πετούσε επί μία ώρα απολαμβάνοντας την υπέροχη εμπειρία, όταν έφτασε σε μια περιοχή με απότομους γκρεμούς και συντριμμένα ανεμοδαρμένα βράχια. Το ήξερε αυτό το μέρος, το είχε δει καθαρά στην κρυστάλλινη σφαίρα του.

Έκοψε ταχύτητα πλησιάζοντας πιο κοντά στα τοιχώματα των γκρεμών, που προσέφεραν κάποια προστασία από τον άνεμο. Το τοπίο ήταν ακριβώς όπως το είχε δει στην κρυστάλλινη σφαίρα, έτσι δεν ξαφνιάστηκε όταν έστριψε γύρω από έναν ογκόλιθο, υψώθηκε για να αποφύγει κάποιον άλλο και τότε είδε μπροστά του έναν απομονωμένο ψηλό και στενό βράχο με επίπεδη κορυφή. Το σχήμα του θύμιζε κομμένο κορμό δέντρου αλλά το ύψος του ήταν εκατόν πενήντα μέτρα, ενώ είχε κάτι το αφύσικο λες και κάποια τρομερή δύναμη είχε τραβήξει την πέτρα μέσα από το έδαφος.

Πέρασε δίπλα στον βράχο στα μισά του ύψους του περίπου, προτιμώντας να πλησιάσει την επίπεδη κορυφή του από την άλλη κατεύθυνση. Άρχισε να ανεβαίνει, μέχρι που έφτασε στο ίδιο ύψος με το πλάτωμα.

Στο κέντρο του πλατώματος, που είχε διάμετρο γύρω στα δεκαπέντε μέτρα, είδε μια φιγούρα. Φορούσε έναν μεγάλο μανδύα με την κουκούλα τραβηγμένη πάνω από το κεφάλι και κοίταζε τα κάρβουνα μιας μισοσβησμένης φωτιάς.

Ο Μπριντ’Αμούρ πέρασε γύρω στα δέκα μέτρα πάνω από το πλάτωμα, αλλά η φιγούρα δεν έκανε καμία κίνηση, δεν του έδωσε προσοχή.

Να κοιμάται άραγε; σκέφτηκε. Και γιατί όχι; Δεν είχε τίποτα να φοβηθεί σε ένα τόσο απρόσιτο μέρος.

Αυτήν τη φορά πήρε μια πιο απότομη στροφή και χαμηλώσε ακόμη πιο πολύ. Δεν είχε αποφασίσει ακόμη αν θα κάνει κι άλλο αναγνωριστικό πέρασμα ή θα κατεβεί αμέσως.

Δεν υπάρχει χρόνος για τόσες προφυλάξεις, αποφάσισε και, επιστρατεύοντας το κουράγιο του, κατέβηκε στον βράχο για να προσγειωθεί στα μισά της απόστασης ανάμεσα στην ακίνητη φιγούρα και την άκρη του πλατώματος.

«Μπράβο, βασιλιά Μπριντ’Αμούρ!» είπε μια γνωστή γυναικεία φωνή, καθώς ο μάγος άρχιζε να παίρνει πάλι την ανθρώπινη μορφή του. Η φιγούρα σήκωσε το κεφάλι τραβώντας πίσω τη μεγάλη κουκούλα του μανδύα. «Το ’ξερα ότι θα κατάφερνες τελικά να βρεις τον βράχο.

Ο Μπριντ’Αμούρ απογοητεύτηκε βλέποντας την δούκισσα Ντιάνα Γουέλγουορθ. Δεν αισθάνθηκε μεγάλη έκπληξη, γιατί ήταν σχεδόν σίγουρος ότι δεν είχε επιζήσει κανείς από τους παλιούς του συντρόφους. Όμως, τον ενόχλησε το γεγονός ότι ήρθε να πέσει τόσο πρόθυμα σε αυτή την παγίδα, και μάλιστα εντελώς μόνος.

»Σε χαιρετώ!» συνέχισε η Ντιάνα με τόνο που φάνηκε παράξενος στον Μπριντ’Αμούρ. Επίσης συνειδητοποίησε ότι τον είχε αποκαλέσει “βασιλιά Μπριντ’Αμούρ”.

Ο γέρο-μάγος δεν ήξερε τι συμπέρασμα να βγάλει. Κοίταξε γύρω του. Σκεφτόταν ότι θα έπρεπε να ξαναπάρει τη μορφή της κουκουβάγιας και να φύγει.

Όχι, αποφάσισε. Θα δείξω εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μου αφήνοντας αυτήν τη συνάντηση να εξελιχθεί, ώστε να δω πού θα οδηγήσει. Σε τελική ανάλυση, αργά ή γρήγορα τα πράγματα θα κατέληγαν εδώ. Ίσως είναι προτιμότερο να γίνει αυτή η σύγκρουση πριν χαθούν κι άλλες ζωές ακόμη.

»Και τους χαιρετισμούς του Άσανον Μακλένι, δούκα του Έρνφαστ, από το Μπαράντουιν», συνέχισε η Ντιάνα. «Και του Μίστιγκαλ δούκα του Έβερσορν, και του Θέρεντον Ρις δούκα του Γουόρτσεστερ». Καθώς έλεγε τα ονόματα, οι δούκες εμφανίζονταν ένας-ένας σαν να ξεπρόβαλλαν πίσω από μια μαύρη κουρτίνα που τους έκανε αθέατους.

Ο Μπριντ’Αμούρ ένιωσε ανόητος. Γιατί δεν τους αντιλήφθηκε μέσα από μια τόσο απλή μαγική κάλυψη; Φυσικά δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει μαγεία όσο είχε μορφή κουκουβάγιας, έπρεπε όμως να είχε πετάξει σε κάποιον κοντινό βράχο, να είχε ξαναπάρει την ανθρώπινη μορφή του και να εξέταζε πιο προσεχτικά το πλάτωμα πριν έλθει να προσγειωθεί. Η επιθυμία του να πιστέψει ότι ένας από τους παλιούς συντρόφους του ήρθε για τον βοηθήσει, τον οδήγησε σε μεγάλο σφάλμα.