Μέσα στη σκηνή ο φωτισμός ήταν αμυδρός, γρήγορα όμως είδαν ότι ο Μπριντ’Αμούρ δεν ήταν εκεί.
«Πρέπει να σηκώθηκε ήδη για να ετοιμάσει τα σχέδιά του», είπε ο Μπέλικ, αλλά ο Λούθιεν δεν ήταν τόσο σίγουρος. Ένιωθε ενστικτωδώς ότι κάτι δεν πάει καλά.
Καθώς πλησίασε στο κρεβάτι του Μπριντ’Αμούρ, οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν: ήταν στρωμένο ακόμη, ο βασιλιάς δεν είχε κοιμηθεί εκεί το βράδυ. Αυτό ήταν ήδη αρκετά περίεργο, αλλά ο Λούθιεν είχε μια επίμονη αίσθηση ότι υπάρχει και κάτι άλλο παράξενο μέσα στη σκηνή. Κοίταξε παντού γύρω του, όμως δεν είδε τίποτα το εμφανώς ασυνήθιστο. Όλα τα πράγματα ήταν στη θέση τους, το τραπέζι στη μέση με το σκαμνί δίπλα και την κρυστάλλινη σφαίρα πάνω. Το μικρό γραφείο του Μπριντ’Αμούρ βρισκόταν σε μια άκρη της σκηνής απέναντι από το κρεβάτι, σκεπασμένο από περγαμηνές, χάρτες οι περισσότερες, και από αρκετά σακουλάκια με διάφορα παράξενα μείγματα ή ουσίες.
«Πάμε», είπε ο Μπέλικ από την είσοδο της σκηνής. «Πρέπει να βρούμε τον γέροντα για να αρχίσουμε την επιχείρηση».
Ο Λούθιεν, κατανεύοντας, τον ακολούθησε αργά κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο του σίγουρος ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Όταν βγήκε από τη σκηνή, είδε τον Μπέλικ να απομακρύνεται κιόλας.
«Η κρυστάλλινη σφαίρα», είπε ξαφνικά και ο Μπέλικ γύρισε προς το μέρος του.
«Τι;»
«Η κρυστάλλινη σφαίρα», επανέλαβε ο Λούθιεν, βέβαιος ότι είχε εντοπίσει κάτι σημαντικό. «Η κρυστάλλινη σφαίρα του Μπριντ’Αμούρ!»
«Ήταν στη θέση της», είπε ο Μπέλικ. «Πάνω στο τραπέζι».
«Δεν την αφήνει ποτέ έτσι», απάντησε ο Λούθιεν και μπήκε πάλι στη σκηνή. Άκουσε τον Μπέλικ να γκρινιάζει πίσω του, αλλά να τον ακολουθεί στη σκηνή τη στιγμή που ο νέος καθόταν στο σκαμνί και κοίταζε μέσα στη σφαίρα.
«Επιτρέπεται να κοιτάζεις εκεί μέσα;» ρώτησε ο Μπέλικ. Όπως και οι περισσότεροι νάνοι ήταν πολύ προσεκτικός στα θέματα της μαγείας.
«Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είναι σκεπασμένη», απάντησε ο Λούθιεν. «Ο Μπριντ’Αμούρ…»
Σταμάτησε ξαφνικά, καθώς είδε να εμφανίζεται μέσα στην κρυστάλλινη σφαίρα μια γνωστή εύθυμη μορφή με μεγάλη λευκή γενειάδα. «Α, ωραία», είπε η εικόνα του Μπριντ’Αμούρ, «αυτό σημαίνει ότι είναι πρωί και ετοιμάζεστε να καταλάβετε το Πάιπερι. Σας εύχομαι κάθε επιτυχία, φίλοι μου, άλλωστε δεν έχω καμιά αμφιβολία για την έκβαση. Δεν ξέρω πόσο θα λείψω, πάντως φεύγω με τη γνώση ότι οι δυνάμεις του Εριαντόρ είναι σε καλά χέρια! Με τη νίκη!»
Η εικόνα έσβησε τόσο απότομα όσο είχε εμφανιστεί. Ο Λούθιεν κοίταξε τον Μπέλικ διακρίνοντας μόνο τη σιλουέτα του καθώς εκείνος στεκόταν μπροστά στο άνοιγμα της σκηνής.
«Ώστε θα λείψει», είπε ο νάνος. «Για καλό σκοπό, σίγουρα».
«Ο Μπριντ’Αμούρ δεν θα έφευγε αν δεν ήταν κάτι επείγον», συμφώνησε ο Λούθιεν.
«Οι Χιούγκοθ, κατά πάσα πιθανότητα», είπε ο Μπέλικ, ενώ η σκέψη ότι μπορεί να υπάρχουν προβλήματα με τον στρατό του Ίθαν προκάλεσε ανησυχία στον Λούθιεν. Ή μπορεί τα προβλήματα να ήταν από την άλλη πλευρά, στα δυτικά, στον στόλο του Όλιβερ και της Κατρίν. Κοίταξε πάλι την άδεια κρυστάλλινη σφαίρα υπενθυμίζοντας στον εαυτό του ότι η εικόνα του Μπριντ’Αμούρ ήταν εύθυμη, όχι σκυθρωπή.
«Δεν έχει σημασία», συνέχισε ο Μπέλικ. «Έτσι κι αλλιώς ο στρατός έχει δύο αρχηγούς».
Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο Μπέλικ μόλις είχε αναλάβει την διοίκηση όλων των δυνάμεων και ουσιαστικά δεν είχε λόγους να διαφωνήσει αφού σίγουρα ο νάνος βασιλιάς ήταν ανώτερος του στην ιεραρχία. Υπήρχε ένα θέμα όμως που ο Λούθιεν ήθελε να συζητήσει με τον Μπριντ’Αμούρ πριν αρχίσει η επίθεση. Στο τέλος του προηγούμενου πολέμου με το Άβον, όταν τέθηκε το ζήτημα να επιτεθούν στο Καρλάιλ, ο Λούθιεν είχε διατυπώσει την βεβαιότητα ότι θα μπορούσαν να νικήσουν, γιατί πολλοί από τους κατοίκους του Άβον θα έβλεπαν την αλήθεια και θα συνειδητοποιούσαν ότι ο στρατός του Εριαντόρ δεν είναι πραγματικά εχθρικός. Τελικά παραδέχτηκε ότι αυτές οι προσδοκίες ήταν ίσως υπερβολικές, πάλι όμως δεν μπορούσε να δεχτεί ότι οι κάτοικοι του Άβον, άνδρες και γυναίκες όμοιοι τους Εριαντοριανούς, θα ήθελαν έναν πόλεμο με το Εριαντόρ.
Ο Μπέλικ γρύλλισε γυρίζοντας να φύγει.
«Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζεται η βοήθειά μου στην οργάνωση των δυνάμεων», είπε ο Λούθιεν. Καθώς ο Μπέλικ γύρισε πάλι προς το μέρος του, παρ’ όλο που ο Λούθιεν δεν έβλεπε το πρόσωπό του, ένιωσε αμέσως την έκπληξή του.
«Θα πας να βρεις τον Μπριντ’Αμούρ;» ρώτησε έκπληκτος ο νάνος.
«Όχι, αλλά είχα σκοπό να πάρω την άδεια του βασιλιά για να μπω στο Πάιπερι πριν τα χαράματα, πριν τη μάχη», απάντησε με έμφαση ο Λούθιεν.
Ο Μπέλικ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του και μετά μπήκε στη σκηνή φανερά ανήσυχος.