«Για να δω πώς θα οργανώσουν την άμυνά τους», εξήγησε ο Λούθιεν. «Με τον πορφυρό μανδύα, μπορώ να μπω και να βγω χωρίς να με πάρουν είδηση οι μονόφθαλμοι».
Ο Μπέλικ τον κοίταξε αμίλητος για λίγο. «Δεν είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο θέλεις να πας», είπε τελικά, έχοντας ακούσει πολλές φορές τις τελευταίες εβδομάδες τον Λούθιεν να λέει ότι οι κάτοικοι του Άβον μπορεί να αποδειχτούν σύμμαχοί τους.
Ο Λούθιεν αναστέναξε. «Ίσως να έχουμε φίλους πίσω από τα τείχη του Πάιπερι», παραδέχτηκε.
Ο Μπέλικ δεν μίλησε.
»Ήλθα για να ζητήσω την άδεια του βασιλιά Μπριντ’Αμούρ», συνέχισε ο Λούθιεν ορθώνοντας το παράστημά του. «Αλλά ο βασιλιάς δεν είναι εδώ».
«Κι έτσι θα κάνεις αυτό που θέλεις», είπε ο Μπέλικ.
«Κι έτσι ζητώ την άδεια του βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο, που δικαιωματικά είναι τώρα αρχηγός του στρατού», τον διόρθωσε ο Λούθιεν, και αυτή η ένδειξη αφοσίωσης έκανε τον νάνο να υψώσει επίσης το δικό του παράστημα.
«Μπορεί να απογοητευτείς από αυτά που θα δεις στο Πάιπερι», τον προειδοποίησε ο Μπέλικ.
Ο Λούθιεν σήκωσε τους ώμους. «Το λιγότερο που θα καταφέρω θα είναι να δω τι αμυντικές δυνάμεις έχουν», απάντησε.
«Και το περισσότερο;»
«Δικαιοσύνη για τον λαό του Άβον», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό.
«Πήγαινε τότε, γρήγορα», του είπε ο Μπέλικ. «Έχουμε λιγότερο από δύο ώρες μέχρι τα χαράματα, και σκοπεύω να φάω το μεσημεριανό μου στο Πάιπερι!»
Ο Λούθιεν δεν ήξερε ακόμη τι ακριβώς έκανε μέσα στην κωμόπολη, καθώς χρησιμοποιούσε την κάλυψη της νύχτας και του μαγικού του μανδύα για να περάσει απαρατήρητος το τείχος του Πάιπερι, ένα τείχος που φαινόταν κακοφτιαγμένο και ετοιμόρροπο.
Άρχισε να προχωρεί από το ένα σκοτεινό σπίτι στο άλλο, βλέποντας έκπληκτος ότι υπήρχαν ελάχιστοι Κυκλωπιανοί. Σύμφωνα με όλες τις αναφορές και κρίνοντας επίσης από την τελευταία συμπλοκή στην οποία είχε λάβει μέρος, πίστευε ότι η φρουρά του χωριού θα είχε ενισχυθεί από τους Πραιτωριανούς Φρουρούς που ξέφυγαν μετά την συντριβή τους στο βουνά. Πού ήταν όμως;
Το αίνιγμα λύθηκε όταν ο Λούθιεν έφτασε στον κύριο δρόμο του χωριού και πρόσεξε βαθιά αυλάκια από το πέρασμα ενός μεγάλου καραβανιού. Μελετώντας τα ίχνη είδε ότι πήγαιναν νότια και ότι είχαν γίνει πριν από δύο μέρες περίπου. Λίγο πιο κάτω, από την άλλη πλευρά του δρόμου, βρήκε τους στάβλους του Πάιπερι, δυο κτήρια με μεγάλους φράχτες. Οι πόρτες ήταν ανοιχτές, αλλά δεν ακούγονταν χλιμιντρίσματα από μέσα ενώ οι μάντρες ήταν άδειες. Το μόνο που βρήκε ήταν δυο κουφάρια αλόγων, που τα είχαν σφάξει για κρέας.
Πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει. Δεν του άρεσαν αυτές οι ζοφερές συνέπειες του πολέμου. Αναρωτήθηκε ποια άλλα δεινά είχαν υποφέρει τις τελευταίες μέρες οι κάτοικοι του Πάιπερι, απλά πιόνια στο μεγάλο παιχνίδι του Γκρινσπάροου.
Συνειδητοποίησε ότι δεν έχει χρόνο για χάσιμο, έτσι συνέχισε προχωρώντας από σκιά σε σκιά στον κύριο δρόμο. Σταμάτησε όταν έφτασε σε ένα σημείο όπου ο δρόμος διχαζόταν οδηγώντας ανατολικά και νοτιοδυτικά. Ακριβώς απέναντι είδε το πρώτο φως αφότου μπήκε στο Πάιπερι. Ένα κερί έκαιγε στο παράθυρο ενός μεγάλο κτιρίου, που θα πρέπει να ήταν ο ναός της πόλης.
Διέσχισε αθέατος τον δρόμο για να πλησιάσει στο κτήριο. Σκέφτηκε τη Μητρόπολη του Κάερ Μακντόναλντ, έναν ναό που είχε μετατραπεί σε αρχηγείο από τον άθλιο δούκα Μόρκνεϊ. Μήπως συνέβαινε το ίδιο και στις μικρότερες πόλεις του Άβον; Μέσα σε αυτό το τέμενος μπορεί να έβρισκε κάποιον βαρόνο πιστό στον Γκρινσπάροου, που θα κυβερνούσε το Πάιπερι με σιδερένια πυγμή.
Μια γρήγορη ματιά στον ουρανό προς τα ανατολικά του υπενθύμισε ότι δεν είχε χρόνο για δισταγμούς. Πλησιάζοντας μια πλαϊνή πόρτα, κοίταξε από ένα μικρό παραθυράκι. Δεν είδε εχθρούς τριγύρω, γι’ αυτό γύρισε αργά το πόμολο.
Η πόρτα δεν ήταν κλειδωμένη. Ο Λούθιεν την άνοιξε ξέροντας ότι μπορεί να έβρισκε μπροστά του το μεγαλύτερο μέρος της κυκλωπιανής φρουράς.
Είδε με έκπληξη αλλά και ανακούφιση ότι ο χώρος ήταν άδειος. Έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω του. Βρισκόταν μέσα σε ένα μικρό πλαϊνό δωμάτιο, ίσως το μέρος όπου ζούσε ο ιερέας ή ο φροντιστής του ναού. Υπήρχε άλλη μια πόρτα, ανοιχτή, που πρέπει να έβγαζε στον κυρίως ναό. Ο Λούθιεν τυλίχτηκε με τον μανδύα για να γίνει αόρατος, πλησίασε στην πόρτα και κοίταξε στο άλλο δωμάτιο.
Είδε έναν άνθρωπο μόνο, γονατισμένο στο μπροστινό μέρος του ναού, με την πλάτη γυρισμένη προς τον Λούθιεν. Φορούσε λευκό ράσο, που σήμαινε ότι ήταν ιερέας.
Ο Λούθιεν άρχισε να προχωρεί αθόρυβα, σταματώντας κάθε τόσο για την περίπτωση που θα στρεφόταν ο άγνωστος. Είχε βγάλει τον Τυφλωτή από τη θήκη του, αλλά τον κρατούσε κρυμμένο κάτω από τον μανδύα.