«Δεν ήλθαμε να σας κατακτήσουμε», είπε ο Λούθιεν.
«Εισβάλατε στα σύνορά μας!»
«Αμυνόμενοι», του εξήγησε ο Λούθιεν. «Οι βασιλιάδες μας είχαν υπογράψει συνθήκη ειρήνης, αλλά ο πόλεμος του Άβον κατά του Εριαντόρ δεν πήρε τέλος. Καταστράφηκαν πολλά χωριά μας πέρα από το Άιρον Κρος».
«Κυκλωπιανοί επιδρομείς», είπε ο Κίις.
«Που δούλευαν για τον Γκρινσπάροου», απάντησε ο Λούθιεν.
«Δεν το ξέρεις αυτό».
«Δεν είδες τους Πραιτωριανούς Φρουρούς που κατέβηκαν από τα βουνά;» απάντησε ο Λούθιεν. «Είχαν πάει στο Άιρον Κρος για να εμποδίσουν την προέλασή μας ή ήταν εκεί από την αρχή με σκοπό να σπρώξουν το Εριαντόρ στον πόλεμο».
Ο Κίις δεν απάντησε, γιατί ειλικρινά δεν ήξερε ποια είναι η αλήθεια. Πάντως, δεν είχε ακούσει για Πραιτωριανούς να πηγαίνουν βόρεια πριν αρχίσει ο πόλεμος.
«Ο Γκρινσπάροου προκάλεσε την προέλασή μας προς νότο», συνέχισε ο Λούθιεν. «Μας επέβαλε αυτό τον πόλεμο, ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν η ελευθερία μας».
Ο Κίις σήκωσε ψηλά το κεφάλι. Η έκφρασή του έδειχνε ότι πιστεύει τον Λούθιεν ή τουλάχιστον ότι δεν θεωρεί τους ισχυρισμούς του κατάφωρα ψέματα, αλλά η στάση του ήταν και πάλι προκλητική. «Είμαι πιστός στο Άβον», είπε.
«Αλλά ο Γκρινσπάροου δεν είναι», απάντησε ο Λούθιεν χωρίς δισταγμό. «Ούτε είναι πιστός στον κοινό Θεό μας. Συμμαχεί με δαίμονες, και μπορώ να το βεβαιώσω αυτό από πρώτο χέρι γιατί έχω πολεμήσει με αυτά τα πλάσματα της Κόλασης, έχω νιώσει την μοχθηρή αύρα τους κι έχω δει τέτοια όντα να καταλαμβάνουν τα σώματα δύο δουκών του Γκρινσπάροου!»
Ο Κίις χαμήλωσε το βλέμμα. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι ο ιερέας είχε ακούσει τις διαδόσεις για τους διαβολικούς συμμάχους του Γκρινσπάροου και των βοηθών του, έτσι δεν μπορούσε να αμφισβητήσει τους ισχυρισμούς του.
«Πώς μπορώ να ξέρω ότι δεν είστε φονικοί εισβολείς;» ρώτησε ο Κίις.
Ο Λούθιεν τράβηξε το σπαθί του και κοίταξε από τη γυαλιστερή του λάμα στον χλομό ιερέα. «Γιατί δεν είσαι ήδη νεκρός;» ρώτησε. Μετά έβαλε αμέσως το σπαθί στη θήκη, μην θέλοντας να προκαλέσει άλλο φόβο στον ταλαιπωρημένο ιερέα. «Το Πάιπερι θα καθορίσει μόνο του τη μοίρα του», είπε. Κοιτάζοντας από το ανατολικό παράθυρο είδε ότι είχε αρχίσει να φωτίζει. «Δεν απαιτούμε να γίνετε σύμμαχοί μας, ούτε να ορκιστείτε πίστη στον βασιλιά μας, ακόμα σου δίνω τον λόγο μου ότι το Πάιπερι δεν θα καταστραφεί και ότι τα χρήματά σας θα επιστραφούν. Αλλά, αν μας εναντιωθείτε, θα σας σκοτώσουμε, μην έχετε καμιά αμφιβολία γι’ αυτό. Το Εριαντόρ ήρθε για να πολεμήσει και θα πολεμήσει ενάντια σε όποιον είναι πιστός στον απάνθρωπο βασιλιά Γκρινσπάροου!»
Με αυτά τα λόγια ο Λούθιεν υποκλίθηκε και γύρισε να φύγει.
«Τι μπορώ να κάνω;» φώναξε ο Κίις ενώ ο Λούθιεν, σταματώντας, στράφηκε να τον κοιτάξει.
»Πώς θα εμποδίσω τον κόσμο να υπερασπιστεί τα σπίτια του;» συνέχισε ο ιερέας.
«Δεν μπορούν να τα υπερασπιστούν», απάντησε σκυθρωπός ο Λούθιεν και γύρισε ξανά.
«Δεν υπάρχει χρόνος!» είπε πάλι ο Κίις. «Κοντεύουν χαράματα!»
Ο Λούθιεν σταμάτησε στην πόρτα που έβγαζε στο πλαϊνό δωμάτιο. «Μπορώ να τους καθυστερήσω», είπε, μολονότι δεν ήταν σίγουρος γι’ αυτό. «Μπορώ να σου εξασφαλίσω χρόνο μέχρι το μεσημέρι. Σου υπόσχομαι ότι ο ναός θα αποτελέσει άσυλο για όλους εκτός από τους μονόφθαλμους».
«Πήγαινε στον στρατό σου, τότε», είπε ο Κίις, με έναν τόνο που έδειχνε ότι τουλάχιστον θα προσπαθούσε.
Όταν ο Λούθιεν βγήκε από τον ναό, βρήκε πολύ περισσότερους Κυκλωπιανούς στους δρόμους απ’ ό,τι πριν, πράγμα που τον ανάγκασε να αλλάξει αρκετές φορές πορεία. Έφτασε στο τείχος πριν τα χαράματα όμως και, καθώς τώρα υπήρχε κάπως περισσότερο φως, είδε πόσο απελπιστική ήταν η θέση του Πάιπερι. Το τείχος ήταν σε κακή κατάσταση, σε πολλά σημεία δεν ήταν τίποτε παραπάνω από πέτρες βαλμένες η μία πάνω στην άλλη. Ακόμη και στα πιο γερά του σημεία δεν ήταν ψηλότερο από δυόμισι μέτρα, ενώ το πάχος του δεν ήταν αρκετό για να σταματήσει την επίθεση των νάνων του Μπέλικ.
«Είθε να τα καταφέρεις, Σόλομον Κίις!» προσευχήθηκε ο Λούθιεν. Αφού βγήκε από το Πάιπερι, διέσχισε τρέχοντας τα χωράφια. Η σφαγή που θα ακολουθούσε ήταν απαράδεκτη για τον συμπονετικό Λούθιεν.
Μια ηρεμία είχε απλωθεί στα χωράφια ανάμεσα στο εριαντοριανό στρατόπεδο και το Πάιπερι. Και οι δύο πλευρές περίμεναν την επίθεση που ήξεραν ότι θα γινόταν τούτη τη μέρα.
Και τι υπέροχη μέρα που ήταν! Πολύ όμορφη για μάχη, σκεφτόταν ο Λούθιεν. Ο ήλιος βγήκε ολόλαμπρος, ο άνεμος φυσούσε δροσερός και ολοκάθαρος, ενώ παντού άκουγες κελαηδήματα πουλιών.