Выбрать главу

Ο Ριβερντάνσερ, έχοντας επίσης πολύ καλή διάθεση, άρχισε να ξεφυσά και να χτυπά τα πόδια του όταν είδε να πλησιάζει ο Λούθιεν με τη σέλα. Μόλις τον καβαλίκεψε, το λευκό άλογο πετάχτηκε μπροστά έτοιμο να αρχίσει να καλπάζει.

Ο Λούθιεν ένιωθε ναυτία. Πάντα αισθανόταν άγχος πριν τη μάχη, αλλά αυτήν τη φορά ήταν διαφορετικό. Σε όλες τις προηγούμενες μάχες πολεμούσε με τη γνώση ότι υπερασπίζεται έναν δίκαιο σκοπό πιστεύοντας ότι, για την ελευθερία του Εριαντόρ, η εισβολή στο Άβον ήταν απαραίτητη και δικαιολογημένη. Αυτό όμως δεν τον παρηγορούσε τώρα, που φανταζόταν το Πάιπερι λεηλατημένο και ανθρώπους σαν τον Σόλομον Κίις να κείτονται μέσα στο ίδιο τους το αίμα.

Είχε συνειδητοποιήσει ότι άλλο πράγμα είναι να σκοτώνεις Κυκλωπιανούς και τελείως άλλο να σκοτώνεις ανθρώπους.

Πέρασε με τον Ριβερντάνσερ μπροστά από τον στρατό πλησιάζοντας τον Μπέλικ και τον Σάγκλιν, που επιθεωρούσαν τις τάξεις των νάνων.

«Ευτυχώς που γύρισες», είπε ο Μπέλικ. «Δεν θα ήθελα να είσαι ανάμεσα σε αυτά τα αβονιανά και κυκλωπιανά σκυλιά όταν θα τους συντρίψουμε!»

«Πρέπει να περιμένουμε», είπε απερίφραστα ο Λούθιεν.

Ο Μπέλικ γύρισε και τον κοίταξε τόσο απότομα ώστε η μακριά πορτοκαλιά γενειάδα βγήκε από την πλατιά του ζώνη.

»Μέχρι το μεσημέρι», εξήγησε ο Λούθιεν.

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο!» φώναξε ο Μπέλικ. «Θα μας δουν τώρα, θα καταλάβουν τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία μας και θα αλλάξουν την αμυντική διάταξη των δυναμεών τους…»

«Το Πάιπερι δεν μπορεί να κάνει τίποτα», τον διαβεβαίωσε ο Λούθιεν. Είδε την Σιόμπαν και μερικούς Κάτερς να πλησιάζουν μαζί με μια ομάδα διοικητών του εριαντοριανού στρατού.

»Δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τον στρατό μας», πρόσθεσε ο Λούθιεν, μιλώντας δυνατά για να τον ακούσουν οι νεοφερμένοι.

«Πολύ καλό νέο», απάντησε ο Μπέλικ. «Πάμε λοιπόν, να τελειώνουμε γρήγορα και να συνεχίσουμε την προέλασή μας ως την επόμενη κωμόπολη».

Καθώς ο Λούθιεν απάντησε με ένα αποφασιστικό αρνητικό νεύμα, ο Μπέλικ τον κοίταξε άγρια.

Ο Λούθιεν σηκώθηκε πιο ψηλά πάνω στη σέλα κοιτάζοντας γύρω του, γιατί τώρα απευθυνόταν σε όλους όσους τον άκουγαν. «Το Πάιπερι θα προβάλει πολύ μικρή αντίσταση», είπε. «Κι ακόμη πιο μικρή, αν περιμένουμε μέχρι το μεσημέρι».

Ακούστηκε μια χορωδία από διαμαρτυρίες.

«Σκεφτείτε με προσοχή την πορεία μας», συνέχισε απτόητος ο Λούθιεν. «Θα περάσουμε από δέκα τέτοιες κωμοπόλεις πριν ακόμη δούμε τα τείχη του Γουόρτσεστερ, ενώ το Καρλάιλ θα είναι ακόμη πολύ μακριά. Υπάρχουν κάποιες τάσεις υποστήριξης του αγώνα μας, τις είδα με τα ίδια μου τα μάτια».

«Μίλησες με κατοίκους του Πάιπερι;» ρώτησε ο Μπέλικ. Δεν φαινόταν καθόλου ικανοποιημένος.

«Μόνο με έναν κάτοικό του», απάντησε ο Λούθιεν. «Με τον ιερέα, που φοβάται για την τύχη της πόλης του».

«Και καλά κάνει!» φώναξε κάποιος προκαλώντας φωνές κι επευφημίες.

«Πόση ώρα θέλεις να περιμένουμε;» ρώτησε απλά η Σιόμπαν ηρεμώντας το πλήθος.

«Να τους δώσουμε το πρωί», είπε ικετευτικά ο Λούθιεν απευθυνόμενος στον Μπέλικ. «Δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να ενισχύσουν την πενιχρή τους άμυνα, ενώ τους έχουμε ήδη περικυκλώσει έτσι ώστε δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς».

«Φοβάμαι την καθυστέρηση», απάντησε ο Μπέλικ, αλλά ο τόνος του δεν ήταν τόσο κατηγορηματικός τώρα. Ο νάνος βασιλιάς δεν ήταν ανόητος. Ήξερε την επιρροή που είχε ο Λούθιεν Μπέντγουιρ πάνω στους Εριαντοριανούς, τους Κάτερς, ακόμη και σε αρκετούς από τους δικούς του νάνους, οι οποίοι θυμούνταν πολύ καλά ότι αυτός ηγήθηκε της επιδρομής που ελευθέρωσε τόσους δικούς τους από τη φρίκη των ορυχείων του Μόντφορτ. Ο Μπέλικ δεν ήταν σίγουρος αν συμφωνεί με το σκεπτικό του Λούθιεν, ήξερε όμως ότι θα ήταν επικίνδυνο να διαφωνήσει ανοιχτά μαζί του.

«Θα χάσουμε έξι ώρες το πολύ», παραδέχτηκε ο Λούθιεν. «Αλλά ένα μεγάλο μέρος από αυτό τον χρόνο θα τον ξανακερδίσουμε στη μάχη, εκτός αν πέσω τελείως έξω. Ακόμη κι αν δεν ξανακερδίσουμε αυτές τις ώρες, θα ζητήσω από τους άνδρες μου να προελάσουν πιο γρήγορα δίπλα μου στον δρόμο για την επόμενη πόλη». Ο Λούθιεν σηκώθηκε πάλι στη σέλα για να απευθυνθεί στο πλήθος. «Αυτό σας ζητώ», φώνάξε. «Θα μου κάνετε αυτήν τη χάρη;»

Η απάντηση ήταν ομόφωνη, έτσι ώστε ο Μπέλικ κατάλαβε ότι θα ήταν ανοησία να προσπαθήσει να εναντιωθεί στον νεαρό Μπέντγουιρ. Δεν του άρεσε καθόλου η προοπτική να κρατήσει άπραγους τους νάνους, που ανυπομονούσαν να ριχτούν στη μάχη, ούτε του άρεσε επίσης να πάει χαμένο ένα τόσο ωραίο πρωινό. Αλλά ακόμη πιο πολύ δεν του άρεσε το ενδεχόμενο μιας ανοιχτής διαφωνίας με τον Λούθιεν, πιθανό σχίσμα σε έναν στρατό που δεν είχε περιθώρια για διασπάσεις.