Έκανε ένα καταφατικό νεύμα στον Λούθιεν τότε, αλλά το ύφος του έδειχνε καθαρά ότι του κάνει μεγάλη χάρη.
Ο Λούθιεν απάντησε κι αυτός με ένα νεύμα γεμάτο ευγνωμοσύνη, δείχνοντας ότι θα του την ξεπληρώσει.
«Άλλωστε», πρόσθεσε ο Λούθιεν κλείνοντας το μάτι στον Μπέλικ και την Σιόμπαν καθώς οι άλλοι γύρω τους απομακρύνονταν, «τώρα ξέρω ποιο είναι το πιο αδύνατο σημείο στο τείχος του Πάιπερι».
Με το ελπιδοφόρο νέο να έχει διαδοθεί πια σε όλο το Πάιπερι, ο Σόλομον Κίις έτρεξε στο τείχος και κοίταξε τον εριαντοριανό στρατό.
Ένας στρατιώτης δίπλα του γύρισε για να τον κοιτάξει χαρούμενος. «Περιμένουν!» φώναξε, σχεδόν μέσα στο αφτί του ιερέα.
Ο Κίις χαμογέλασε νιώθοντας πραγματική ευγνωμοσύνη, η χαρά του όμως μετριαζόταν από το γεγονός ότι είχε να κάνει τόσα πολλά μέσα σε αυτές τις λίγες ώρες. Κοίταξε στον ουρανό σαν να παρακαλούσε τον ήλιο να μείνει κι αυτός ακίνητος για λίγο.
Ο Μπέλικ, ο Λούθιεν, η Σιόμπαν και όλοι οι άλλοι διοικητές του στρατού δεν έμειναν άπραγοι εκείνο το πρωί. Με τις πληροφορίες του Λούθιεν για τις οχυρώσεις και για τον συναισθηματικό αναβρασμό μέσα στο Πάιπερι, κατέστρωσαν γρήγορα ένα νέο σχέδιο μάχης, το ανέλυσαν, το τελειοποίησαν και επανέλαβαν κάθε τμήμα του ξανά και ξανά μέχρι που το απομνημόνευσαν εκείνοι που θα το εκτελούσαν.
Ξαναγύρισαν στο πεδίο της μάχης πριν το μεσημέρι, δέκα χιλιάδες συνολικά, με τις λόγχες και τα σπαθιά να αστράφτουν στο φως, με τις γυαλισμένες ασπίδες να αντανακλούν τον ήλιο σαν αστραφτεροί καθρέφτες.
Αυτήν τη φορά το ιππικό ήταν όλο συγκεντρωμένο, πάνω από εκατό καβαλάρηδες σε σχηματισμό, βόρεια της κωμόπολης. Στο κέντρο της γραμμής βρισκόταν ο Λούθιεν πάνω στον Ριβερντάνσερ, μαζί με την Σιόμπαν. Όλα τα κεφάλια γύρισαν προς τα ανατολικά, όπου βρισκόταν ο βασιλιάς Μπέλικ νταν Μπούρσο με την υπέροχη πανοπλία του.
Ένας καβαλάρης πλησίασε καλπάζοντας τη βόρεια πύλη του Πάιπερι.
«Θα παραδοθείτε ή θα πολεμήσετε;» ρώτησε απλά τους Κυκλωπιανούς που τον κοίταζαν γρυλλίζοντας.
Όπως ήταν φυσικό μια λόγχη εκτοξεύτηκε εναντίον του και, όπως ήταν επίσης φυσικό, ούτε καν πλησίασε τον στόχο της. Ο βασιλιάς Μπέλικ πήρε την απάντησή του.
Όταν ο καβαλάρης γύρισε στη θέση του, όλα τα μάτια πήγαν πάλι στον νάνο βασιλιά. Ο Μπέλικ, αφού σήκωσε το κοντό, πλατύ σπαθί του ψηλά στον αέρα, μετά από μια στιγμιαία παύση το κατέβασε με δύναμη.
Ο αχός της επίθεσης ξέσπασε από παντού. Ο Λούθιεν και οι άλλοι ιππείς άρχισαν να καλπάζουν σε μια βροντερή επέλαση.
Δεν τους ακολούθησε όλος ο στρατός όμως. Μόνο οι νάνοι που ήταν ακριβώς πίσω από το ιππικό άρχισαν να τρέχουν μπροστά, ενώ η επίθεση άρχισε να εξαπλώνεται προς τα ανατολικά σαν κύμα.
Ο Λούθιεν έφερε το ιππικό σε ελάχιστη απόσταση από το τείχος του Πάιπερι και μετά έστριψε αριστερά, ανατολικά, φαινομενικά καθυστερώντας την επίθεση. Μέσα από τα σύννεφα σκόνης που άφηνε πίσω του το ιππικό, ξεπρόβαλαν ξαφνικά οι νάνοι τρέχοντας προς το Πάιπερι και έτσι συνεχίστηκε ο ελιγμός καθώς το ιππικό του Λούθιεν έκανε τον κύκλο του τείχους, με κάθε διασκελισμό των αλόγων τους να ανοίγει τον δρόμο για άλλον ένα αποφασισμένο στρατιώτη. Ο Λούθιεν είχε ονομάσει αυτό τον ελιγμό “άνοιγμα των θαλάσσιων πυλών”, γιατί αυτήν ακριβώς την εικόνα έδινε, καθώς οι καβαλάρηδες δημιουργούσαν ένα σύννεφο σκόνης που έκρυβε τον υπόλοιπο στρατό και οι πεζοί ορμούσαν πίσω τους σαν παλιρροιακό κύμα.
Όταν οι αμυνόμενοι κατάλαβαν τον ελιγμό, ο εριαντοριανός στρατός τον αντέστρεψε με το πεζικό στα δυτικά να εξαπολύει συγχρονισμένα τη δική του επίθεση. Αυτήν τη φορά το ιππικό του Λούθιεν απομακρύνθηκε από το νοτιοανατολικό τμήμα του χωριού ανταλλάσσοντας βολές με τους υπερασπιστές του Πάιπερι, βέλη ξωτικών ενάντια σε κυκλωπιανές λόγχες. Κανένας καβαλάρης δεν χτυπήθηκε, απόδειξη ότι οι Κυκλωπιανοί δεν μπορούν με κανένα τρόπο να κρίνουν την απόσταση, ενώ ο Λούθιεν ευχόταν να μην υπάρχουν άνθρωποι στα τείχη.
Γρήγορα είδε το σημείο του τείχους που αναζητούσε, έναν σωρό από πέτρες πλατύ αλλά χαμηλό. Ο Λούθιεν, αφού πρώτα έστριψε τον Ριβερντάνσερ μακριά από το χωριό, μετά γύρισε ξαφνικά και όρμησε ίσια προς τον στόχο, με την Σιόμπαν δίπλα του και τα ξωτικά από πίσω να επιβραδύνουν την πορεία τους και να απλώνουν την παράταξή τους.
Ο Λούθιεν είδε τους Κυκλωπιανούς λογχοφόρους να παρατάσσονται πίσω από το χαμηλό σημείο του τείχους έτοιμοι να το υπερασπιστούν. Περίμενε μέχρι την τελευταία στιγμή και μετά έστριψε ξαφνικά τον Ριβερντάνσερ αριστερά, ενώ η Σιόμπαν έκανε το ίδιο προς τα δεξιά.
Με αυτό τον τρόπο άφηναν ελεύθερο το πεδίο στα βέλη των ξωτικών, δεκάδες βέλη που εκτοξεύτηκαν αστραπιαία. Τα περισσότερα χτύπησαν στις πέτρες, αλλά αρκετά βρήκαν τον στόχο τους. Καθώς οι αμυνόμενοι χάθηκαν από το άνοιγμα, νεκροί, τραυματισμένοι ή απλώς πανικόβλητοι, ο Λούθιεν με την Σιόμπαν φώναξαν στους δικούς τους και όρμησαν για άλλη μια φορά καλπάζοντας.