Ο Λούθιεν έσφιξε τα πόδια γύρω από τον Ριβερντάνσερ πατώντας γερά στους αναβολείς. Έσκυψε χαμηλά οδηγώντας τον ίσια για το κέντρο του ανοίγματος. Το δυνατό άλογο πήδησε ψηλά περνώντας εύκολα πάνω από το εμπόδιο του ενάμισι μέτρου και προσγειώθηκε μέσα στο Πάιπερι.
Η Σιόμπαν μπήκε δίπλα του και έστριψαν μαζί καλπάζοντας στον δρόμο της μικρής πόλης. Ο Λούθιεν, βλέποντας δυο Κυκλωπιανούς που είχαν τραπεί σε φυγή, όρμησε πάνω τους. Ο Ριβερντάνσερ ποδοπάτησε τον έναν ενώ ο Τυφλωτής άφηνε νεκρό τον άλλο. Ο Λούθιεν γύρισε χαμογελώντας στη Σιόμπαν για να της φωνάξει το καινούριο του άθροισμα, σταμάτησε όμως όταν την είδε να εξοντώνει κι αυτή χωρίς να καθυστερήσει ούτε μια στιγμή, άλλους δύο μονόφθαλμους.
Οι Κυκλωπιανοί είχαν ζαρώσει τρομοκρατημένοι στη βάση του χαμηλού τείχους καθώς οι καβαλάρηδες ορμούσαν μέσα στο Πάιπερι, είκοσι, πενήντα, ενενήντα. Κανείς τους δεν σταμάτησε στο τείχος, οπότε επιτέλους οι μονόφθαλμοι σηκώθηκαν πιστεύοντας ότι σώθηκαν, σκοπεύοντας να βγουν από το τείχος για να το σκάσουν.
Αλλά πριν προλάβουν να ανεβούν στις επάλξεις, το τείχος του Πάιπερι φάνηκε να ψηλώνει ξαφνικά καθώς εμφανίστηκαν στην κορυφή του οι στρατιώτες του Εριαντόρ.
Στους δρόμους της πόλης επικρατούσε χάος, με τους καβαλάρηδες να τρέχουν παντού και τους Κυκλωπιανούς να προσπαθούν να σχηματίσουν αμυντικές ομάδες, πράγμα καθόλου εύκολο, γιατί μέχρι να ολοκληρώσουν τον σχηματισμό, οι μισοί ήταν κιόλας νεκροί. Υπήρχαν όμως κάποιοι θύλακες αντίστασης, ιδιαίτερα στα βόρεια, όπου έσπευσαν για να βοηθήσουν ο Λούθιεν, η Σιόμπαν κι άλλοι εξήντα καβαλάρηδες.
Παγιδευμένοι ανάμεσα σε τέτοιες δυνάμεις, οι Κυκλωπιανοί εγκατέλειψαν γρήγορα κάθε οργανωμένη προσπάθεια. Προσπαθούσαν απλώς να σώσει ο καθένας τον εαυτό του, με αποτέλεσμα να εξοντωθούν ένας-ένας.
Τελικά ο ίδιος ο Λούθιεν άνοιξε διάπλατα τη βόρεια πύλη στον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο, που περίμενε απ’ έξω για να μπει στο Πάιπερι. Ο Λούθιεν, καβαλικεύοντας πάλι τον Ριβερντάνσερ, άπλωσε το χέρι και βοήθησε τον νάνο να πηδήσει κι αυτός πίσω του. Οι αψιμαχίες αραίωναν γοργά, τώρα πια περισσότερο κυνηγούσαν μεμονωμένους μονόφθαλμους παρά πολεμούσαν ενάντια σε οργανωμένη αντίσταση, έτσι ο Λούθιεν και ο Μπέλικ μπήκαν στην πόλη για να δουν την κατάσταση.
«Τίποτα το σπουδαίο η άμυνά τους», είπε ο νάνος βασιλιάς βλέποντας πόσο λεπτή ήταν η γραμμή των υπερασπιστών. Πτώματα Κυκλωπιανών —σχεδόν αποκλειστικά Κυκλωπιανών, πρόσεξε με ικανοποίηση ο Λούθιεν— ήταν σκορπισμένα σε μια μακριά γραμμή κατά μήκος των τειχών, αλλά στα περισσότερα σημεία είχαν βάθος μόνο ενός ή δύο ατόμων.
«Πού έχουν πάει όλοι;» ρώτησε ο Μπέλικ. «Μήπως ξέφυγαν, τελικά, περισσότεροι απ’ όσους νομίζαμε;»
Ο Λούθιεν δεν πίστευε ότι έγινε κάτι τέτοιο, άλλωστε μπορούσε να μαντέψει πού βρίσκονταν οι υπόλοιποι υπερασπιστές του Πάιπερι. Αφού κάλεσε το ιππικό να μπει σε σχηματισμό πίσω του, ξεκίνησαν νότια στον κεντρικό δρόμο προς τη διασταύρωση που οδηγούσε στον ναό της κωμόπολης.
Όταν έφτασαν εκεί και ησύχασαν οι στρατιώτες, άκουσαν ύμνους μέσα από το τέμενος.
Ο Μπέλικ, κατεβαίνοντας από τον Ριβερντάνσερ, τοποθέτησε τους νάνους του και τους Εριαντοριανούς πεζικάριους σε κατάλληλες θέσεις, ενώ σε άλλους ανέθεσε να φρουρούν τις ομάδες των αιχμαλώτων που είχαν μεταφέρει στην ίδια περιοχή. Ο Λούθιεν στο μεταξύ έκανε τον γύρο του ναού ηρεμώντας παντού τους πολεμοχαρείς συντρόφους του. Ο Μπέλικ τον περίμενε όταν ξαναγύρισε στη διασταύρωση του δρόμου και δεν απόρησε όταν ο Λούθιεν του εξήγησε το σχέδιό του.
«Μέχρι τώρα οι εικασίες σου ήταν σωστές», είπε, δείχνοντας ότι δεν έχει σκοπό να εναντιωθεί στον νεαρό Μπέντγουιρ.
Ο Λούθιεν, κατεβαίνοντας από τον Ριβερντάνσερ, έδωσε τα γκέμια σε έναν στρατιώτη. Αφού ξεσκονίστηκε, πήγε κατευθείαν στην κεντρική πόρτα του ναού φωνάζοντας ταυτόχρονα διαταγές.
Χωρίς δισταγμό και χωρίς να κάνει τον κόπο να χτυπήσει, μπήκε στον ναό. Αρκετές εκατοντάδες κεφάλια γύρισαν για να τον κοιτάξουν με εκφράσεις γεμάτες από ανάμεικτα συναισθήματα, που του ήταν αδύνατο να ξεδιαλύνει. Έψαξε με το βλέμμα του στον κόσμο μέχρι που είδε τον Σόλομον Κίις δίπλα στον κεντρικό βωμό.
«Τέλειωσαν όλα», δήλωσε ο Λούθιεν. «Το Πάιπερι είναι ελεύθερο».
Μια γυναίκα πετάχτηκε από έναν πάγκο και πήγε να ορμήσει πάνω του, αλλά την έπιασαν οι γύρω της πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα και την τράβηξαν πάλι πίσω.