«Πολλοί είχαν συγγενείς στα τείχη», εξήγησε ήρεμα ο Κίις.
Ο Λούθιεν κοίταξε πάνω από τον ώμο του κάνοντας ένα νεύμα. Μια μακριά γραμμή από αιχμάλωτους ανθρώπους μπήκε στο τέμενος, όπου γρήγορα διαλύθηκε καθώς έτρεξε ο καθένας στην οικογένεια του, στους δικούς και τους φίλους του.
«Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι», είπε ο Λούθιεν. «Δεν τους έχουμε βρει ακόμη όλους».
«Ποια ποινή…» άρχισε να ρωτάει ο Κίις.
«Δεν υπάρχει ποινή», τον έκοψε ο Λούθιεν. «Πίστευαν ότι υπερασπίζονται τα σπίτια τους και τους συγγενείς τους». Σώπασε, περιμένοντας να σταματήσουν τα έκπληκτα μουρμουρητά. «Δεν είμαστε εχθροί σας», δήλωσε. «Σας το είπα ήδη αυτό».
Όλοι γύρισαν σαν ένας άνθρωπος και κοίταξαν τον Κίις, που έγνεψε καταφατικά.
«Το Πάιπερι είναι ελεύθερο», συνέχισε ο Λούθιεν. «Έξω από τον πόλεμο. Οι πύλες σας θα είναι ανοιχτές βόρεια και νότια, ενώ δεν θα εμποδίζετε το πέρασμά μας, ούτε τα εφόδια που θα έρχονται από το Εριαντόρ. Ούτε θα εμποδίζετε τα πλοία μας, που ενδεχομένως θα περάσουν από το ποτάμι».
Τα μουρμουρητά άρχισαν πάλι, αλλά σταμάτησαν γρήγορα από τη βροντερή φωνή του Λούθιεν. «Όμως δεν σας ζητάμε τίποτα», τους εξήγησε. «Ό,τι μας δώσετε, θα μας το δώσετε με τη θέλησή σας».
«Κλέφτες!» φώναξε ένας άνδρας. Πετάχτηκε όρθιος και βγήκε στον κεντρικό διάδρομο. «Κλέφτες και δολοφόνοι!» φώναξε πάλι, αρχίζοντας να περπατά αργά προς τον Λούθιεν.
Σταμάτησε όμως όταν μπήκε στον ναό ο Μπέλικ νταν Μπούρσο και στάθηκε δίπλα στον Λούθιεν. «Δεν είμαστε εχθροί σας», δήλωσε ο νάνος βασιλιάς. Τα αίματα και η σκόνη πάνω του δεν μείωναν τη λαμπρότητα της πανοπλίας του και της πύρινης γενειάδας του. Όμως το βλέμμα του ήταν αυστηρό, παρά την καλή του διάθεση απέναντι στους κατοίκους του Πάιπερι.
Γύρισε και κοίταξε γύρω του μέσα στον ναό. «Δεν είμαστε εχθροί σας, εκτός αν μας κάνετε εχθρούς σας», δήλωσε. «Και τότε να ξέρετε ότι θα ισοπεδώσουμε το Πάιπερι, θα το λεηλατήσουμε και θα το κάψουμε!»
Κανείς δεν τόλμησε να αντιπαρατεθεί στον επιβλητικό νάνο.
Ο Μπέλικ τράβηξε δυο μεγάλα σακούλια που κρέμονταν από ένα κορδόνι στην πλάτη του. «Το κοινό ταμείο σας», είπε και τα πέταξε κάτω, μπροστά στα πόδια του πτοημένου πλέον αμφισβητία. «Τα πήραμε από τους Κυκλωπιανούς που το έσκασαν από το Πάιπερι. Τα πήραμε από τους Κυκλωπιανούς του βασιλιά σας, που άφησαν το Πάιπερι στη μοίρα του. Αποφασίστε τώρα ποιοι είναι εχθροί σας και ποιοι φίλοι σας».
«Ή μην αποφασίζετε τίποτα» πρόσθεσε ο Λούθιεν. «Παραμείνετε ουδέτεροι. Δεν σας ζητάμε τίποτα, πέρα από το να μην ζανασηκώσετε τα σπαθιά σας εναντίον μας».
Κοίταζε τον Μπέλικ. «Τώρα θα φροντίσουμε τους τραυματίες μας», δήλωσε ο νάνος βασιλιάς, «και θα μαζέψουμε τους νεκρούς μας από το πεδίο της μάχης για να μη βρίσκονται δίπλα στους Κυκλωπιανούς. Μετά θα φύγουμε». Ο Μπέλικ και ο Λούθιεν γύρισαν να φύγουν, αλλά τους σταμάτησε ο Σόλομον Κίις.
«Μπορείτε να φέρετε τους τραυματίες σας εδώ», είπε ο ιερέας. «Θα ετοιμάσω τους νεκρούς σας για ταφή, όπως ετοιμάζω τους νεκρούς κατοίκους του Πάιπερι».
Ο Λούθιεν τον κοίταζε κάπως έκπληκτος.
«Ο Θεός μου και ο Θεός σας», τον ρώτησε ο Κίις, «δεν είναι ο ίδιος;»
Ο Λούθιεν κατένευσε με ένα αμυδρό χαμόγελο και βγήκε από το τέμενος.
24
Για τη δικαιοσύνη
Ο Μπέλικ νταν Μπούρσο ένιωθε τα πολλά εχθρικά, καχύποπτα βλέμματα, που τον ακολουθούσαν καθώς περπατούσε με μια συνοδεία σωματοφυλάκων στους στενούς δρόμους του Πάιπερι. Ο Λούθιεν είχε ψευδαισθήσεις φιλίας με όλο τον λαό του Άβον, και μια μέρα αυτό ίσως να γινόταν, αλλά ο Μπέλικ ήξερε ότι δεν μπορούσαν να ελπίζουν σε τέτοιες συμμαχίες τόσο γρήγορα μετά τη μάχη. Πέρα από τους Κυκλωπιανούς που εξοντώθηκαν, δεν ήταν λίγοι και οι στρατιώτες του Πάιπερι που έχασαν τη ζωή τους στην κατάληψη της πόλης, γι’ αυτό αρκετές οικογένειες είχαν κάποιο νεκρό συγγενή εξαιτίας της εισβολής των Εριαντοριανών.
Μια τέτοια αρχή σπάνια οδηγεί σε φιλίες.
Παρ’ όλα αυτά, υπήρχαν πολλοί στην πόλη που χαιρετούσαν τον επιβλητικό νάνο βασιλιά με ένα νεύμα και ένα χαμόγελο καθώς περνούσε, ενώ όταν ο Μπέλικ έφτασε στα σκαλιά του ναού, βρήκε τους στρατιώτες του, που φρουρούσαν τους Εριαντοριανούς και νάνους τραυματίες, να ξεκουράζονται στα σκαλιά τρώγοντας και πίνοντας με μερικούς από τους πολίτες του Πάιπερι. Οι νάνοι έσπευσαν να πεταχτούν όρθιοι, αλλά ο βασιλιάς τούς κούνησε αφηρημένα το χέρι. Δεν υπήρχε λόγος για τυπικότητες τώρα, τη στιγμή που ο στρατός προετοιμαζόταν πάλι για μια μεγάλη, κουραστική πορεία.
Ο Μπέλικ μπήκε στο κτήριο αφήνοντας τη συνοδεία του στη σκάλα με τους άλλους. Όπως περίμενε, βρήκε μέσα τον Λούθιεν να είναι καθισμένος σε έναν πάγκο και να μιλά σιγά με κάποιον τραυματία.