«Ο Μπράντον από το Φέλινγκ Ντάουνς», εξήγησε ο Λούθιεν όταν πλησίασε ο Μπέλικ.
Ο βασιλιάς χαιρέτησε τον στρατιώτη με σεβασμό, προσέχοντας ότι είχε χάσει το ένα χέρι. Φαινόταν καλά όμως, παρά τον σοβαρό τραυματισμό του. Ήταν ξαπλωμένος πάνω σε έναν από τους πάγκους, που είχαν μετατραπεί σε κρεβάτια.
Ο Μπέλικ κοίταξε γύρω του. «Ποιοι είναι δικοί μας και ποιοι του Πάιπερι;» ρώτησε.
«Είναι ανακατεμένοι», απάντησε ο Λούθιεν.
Ο Μπέλικ τον κοίταξε διαπεραστικά. «Δική σου ιδέα;»
«Σε κάποιο βαθμό», απάντησε ο Λούθιεν. «Πάντως, ο Σόλομον Κίις κανόνισε τα κρεβάτια».
Ο Μπέλικ ξεφύσηξε και γύρισε να φύγει. «Συνένοχοι…» μουρμούρισε.
Τρεις σειρές πιο κάτω, ο Μπέλικ βρήκε τέσσερα αυτοσχέδια κρεβάτια από πάγκους, όλα με νάνους. Ένας ήταν ξαπλωμένος, όμως οι άλλοι τρεις ήταν καθιστοί, μιλούσαν κι έπαιζαν ζάρια. Όταν τους χαιρέτησε ο Μπέλικ, χαμογέλασαν πλατιά και ένας έσπρωξε τον ξαπλωμένο σύντροφό τους.
«Άφησέ τον να ξεκουραστεί», του είπε ο Μπέλικ. Κοίταξε τους άλλους. «Θα φύγουμε σήμερα προς νότο. Είναι κανείς σας σε θέση να έρθει μαζί μας;»
Πήγαν να σηκωθούν και οι τέσσερις, αλλά ο Μπέλικ είδε ότι κανείς τους δεν ήταν έτοιμος για την πορεία. «Μη σηκώνεστε», τους είπε. Μετά διόρισε επικεφαλής της ομάδας τον πιο υγιή από τους τέσσερις. «Σε λίγο θα αρχίσουν να περνούν από το Πάιπερι εφόδια», είπε. «Η δουλειά σας θα είναι να τα φρουρείτε και, όταν γίνετε καλά όλοι, ελάτε να μας βρείτε. Όταν γίνετε καλά!» επανέλαβε πιο αυστηρά βλέποντας τα χαμόγελα των στρατιωτών του. «Ούτε μια στιγμή νωρίτερα!»
Προχώρησε παρακάτω κοιτάζοντας κάθε τραυματία, σταματώντας για να πει μια σύντομη προσευχή για εκείνους που ήταν πιο σοβαρά τραυματισμένοι, λέγοντας ενθαρρυντικά λόγια στους υπόλοιπους. Είχε τελειώσει την επιθεώρηση κι έλεγε στον Λούθιεν να μην αργήσει πολύ, όταν συνάντησε στην πόρτα του ναού τον Σόλομον Κίις.
Ο νεαρός ιερέας, αφού σκούπισε τα βρόμικα χέρια του, άπλωσε το ένα προς τον νάνο βασιλιά.
Ο Μπέλικ το πήρε, αλλά αντί να το σφίξει το γύρισε από την άλλη μεριά και κοίταξε το χώμα στα νύχια του Κίις. «Έθαβες τους νεκρούς», είπε.
«Είχα βάλει άλλους να τους θάψουν», απάντησε ο Κίις. «Εγώ είπα τις τελευταίες προσευχές καθαγιάζοντας το μέρος όπου τους θάψαμε».
«Τι έγινε με τους μονόφθαλμους;» ρώτησε ο Μπέλικ με μια υποψία έντασης στην τραχιά φωνή του. «Προσευχήθηκες και γι’ αυτούς;»
«Φτιάξαμε με κοινή πυρά και τους κάψαμε», απάντησε θιγμένος ο Κίις. «Προσευχήθηκα για την ψυχή τους.
Ο Μπέλικ τον κοίταξε υψώνοντας τα πελώρια φρύδια του.
»Προσευχήθηκα να αντιληφθούν τα σφάλματά τους στη μετά θάνατο ζωή, για να βρουν τη λύτρωση».
«Τους αγαπάς τους μονόφθαλμους, ε;»
Ο Κίις έβγαλε ένα περιφρονητικό ξεφύσημα αντάξιο ενός νάνου. «Δεν έχω καμιά αγάπη για τους Κυκλωπιανούς», είπε. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μισώ τον κάθε μονόφθαλμο μεμονωμένα».
«Μερικά πράγματα ίσως αξίζουν το μίσος μας», είπε ο Λούθιεν πλησιάζοντας.
«Ίσως δεν έχω μίσος στην καρδιά μου», απάντησε ήρεμα ο Κίις.
«Σε έδειραν για τα καλά, όμως», του υπενθύμισε ο Μπέλικ. Ο Κίις απλώς σήκωσε τους ώμους.
Ο Λούθιεν τον κοίταξε για λίγο νιώθοντας κάποια ζήλια. Θαύμαζε τον Κίις, επειδή βρήκε το κουράγιο να εμπιστευτεί τους Εριαντοριανούς και επειδή είχε τόσο γενναιόδωρη καρδιά.
«Θα ξεκινήσετε σήμερα;» ρώτησε ο Κίις τον Μπέλικ. «Σίγουρα οι στρατιώτες σας είναι κουρασμένοι από τη μάχη, ενώ ο ήλιος θα δύσει σε δυο ώρες».
«Δεν έχουμε χρόνο για κούραση», απάντησε ο Μπέλικ. «Ο δρόμος μπροστά μας είναι μεγάλος και, κάθε στιγμή που σπαταλάμε, δίνει στον Γκρινσπάροου την ευκαιρία να ενισχύσει την άμυνά του».
«Τότε θα είμαι έτοιμος σε είκοσι λεπτά», είπε ξαφνικά ο Κίις. Ο Λούθιεν και ο Μπέλικ τον κοίταξαν απορημένοι.
»θα συναντήσετε πολλές μικρές πόλεις στον δρόμο για το Γουόρτσεστερ», εξήγησε ο ιερέας. «Πολλοί από το Πάιπερι έχουν συγγενείς εκεί. Δεν θέλουμε να σκοτωθούν».
«Νόμιζα ότι θα βοηθούσες τους τραυματίες», είπε ο Λούθιεν.
«Έχω έμπιστους ανθρώπους εδώ για να βοηθήσουν τους τραυματίες», απάντησε ο Κίις. «Εγώ και μερικοί άλλοι πιστεύουμε ότι η θέση μας είναι στον στρατό του βασιλιά Μπέλικ». Κοίταξε νότια. «Θα σώσω πολύ περισσότερες ζωές εκεί, παρά εδώ».
Ο Μπέλικ, αφού σκέφτηκε αυτό το απροσδόκητο νέο, γρήγορα συμφώνησε. Αν ο Κίις μπορούσε να εξασθενήσει την άμυνα άλλων κωμοπόλεων, έστω και στον μισό βαθμό απ’ ό,τι το είχε κάνει στο Πάιπερι, ο δρόμος μέχρι το Γουόρτσεστερ θα ήταν γρήγορος και χωρίς μεγάλες απώλειες.
Η χαρά του Λούθιεν ήταν ακόμη μεγαλύτερη, γιατί έβλεπε όχι μόνο το στρατηγικό πλεονέκτημα μιας ομάδας τέτοιων αποσταλμένων, αλλά και το ηθικό. Με τους εκπροσώπους του Πάιπερι μαζί τους, ο αριθμός των θανάτων και από τις δύο πλευρές θα μειωνόταν σημαντικά.