Выбрать главу

«Έτσι νομίζαμε αρχικά», απάντησε σκυθρωπή η Ντιάνα. «Όχι όμως, ο Γκρινσπάροου δεν έχει συνδεθεί με δαίμονα μα με ένα άλλο από τα μαγικά πλάσματα του κόσμου.

Ο Μπριντ’Αμούρ έξυσε πάλι το πιγούνι του απορημένος.

»Πριν από πολλούς αιώνες, πήγε στο Σόλτγουος για να αναζητήσει δύναμη», είπε η Ντιάνα. «Και βρήκε, κοντά σ’ ένα πλάσμα των ανώτατων τάξεων της ιεραρχίας».

Ο Μπριντ’Αμούρ χλόμιασε. Ήξερε ποιο πλάσμα κυριαρχούσε παλιά στο Σόλτγουος, αλλά πίστευε ότι η αδελφότητα είχε εξοντώσει ή φυλακίσει όλα αυτά τα όντα, όπως είχε σφραγίσει τον δράκο Βαλτάσαρ στη σπηλιά των βουνών.

«Δράκος», είπε.

Η Ντιάνα κατένευσε σκυθρωπή. «Έτσι, τώρα ο Γκρινσπάροου και ο δράκος είναι ένα».

«Κυκλωπιανοί», μουρμούρισε συνοφρυωμένος ο Λούθιεν βλέποντας τα σφαγμένα άλογα στα χωράφια. Πάνω σε έναν λόφο στο βάθος φαινόταν μια κατεστραμμένη αγροικία, από την οποία υψωνόταν μαύρος καπνός.

Ο Λούθιεν περπατούσε δίπλα στον Ριβερντάνσερ μαζί με τον Μπέλικ, τον Σάγκλιν και τον Σόλομον Κίις. Σήκωσε το χέρι και χάιδεψε τον λαιμό του αλόγου σαν να ήθελε να το παρηγορήσει για τη σκηνή της σφαγής γύρω τους.

«Μπορεί έτσι να κάνουν πιο εύκολη την πορεία μας», είπε ο Σάγκλιν.

«Οι κάτοικοι της κοιλάδας Ντάνκερι δεν έχουμε καμία συμπάθεια για τους μονόφθαλμους», τους εξήγησε ο Σόλομον Κίις. «Τους ανεχόμασταν επειδή δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς».

«Όπως κι όλοι οι άλλοι στη Θάλασσα του Άβον», είπε ο Λούθιεν.

Λίγο πιο κάτω στο δρόμο πλησίασαν δυο καβαλάρηδες, η Σιόμπαν κι ένας από τους Κάτερς, οι οποίοι σταμάτησαν μπροστά στον Μπέλικ και τον Λούθιεν.

«Μια κωμόπολη περίπου σαν το Πάιπερι», είπε η Σιόμπαν. «Γύρω στα εφτά χιλιόμετρα μπροστά μας».

«Το Άλανσαϊρ», είπε ο Σόλομον Κίις.

«Πόσο γερό είναι το τείχος;» ρώτησε ο Μπέλικ την Σιόμπαν, αλλά και πάλι απάντησε ο Κίις.

«Δεν υπάρχει τείχος», είπε. «Τα κτήρια στην κεντρική περιοχή της πόλης βρίσκονται κοντά το ένα στο άλλο. Δεν τους είναι δύσκολο να στοιβάξουν πέτρες και ξύλα στους δρόμους, ώστε να τα συνδέσουν».

«Ακριβώς», είπε η Σιόμπαν.

«Πόσοι στρατιώτες;» ρώτησε ο Μπέλικ.

«Μπορώ να μπω στην πόλη για να μάθω», απάντησε ο Κίις. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του κάνοντας νόημα στους άλλους κατοίκους του Πάιπερι που τον είχαν ακολουθήσει.

Ο Μπέλικ κοίταξε τον Λούθιεν. Η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν είχε εμπιστοσύνη στον ιερέα και δεν ήξερε αν έπρεπε να τον αφήσει να μπει στην πόλη.

«Μπορώ να μπω το σούρουπο», είπε ο Λούθιεν.

«Κι εγώ θα είμαι εκεί για να σε υποδεχτώ», είπε ο Κίις. «Με μια πλήρη αναφορά για το τι μπορεί να περιμένετε από το Άλανσαϊρ».

«Κάποιοι θα σε χαρακτήριζαν προδότη», παρατήρησε ο Μπέλικ.

Ο Κίις τον κοίταξε ανυποχώρητα. «Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι να σκοτωθούν όσο το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι», δήλωσε κοφτά.

Η ομάδα του Πάιπερι απομακρύνθηκε, τέσσερις άνδρες και μια γυναίκα με τρία άλογα. Ο Μπέλικ και οι άλλοι άρχισαν να απλώνουν τις γραμμές τους γύρω από το Άλανσαϊρ. Το ένστικτό του τού έλεγε να επιτεθεί την ίδια μέρα αλλά, μετά από όσα έγιναν στο Πάιπερι, είχε αποδεχτεί το σχέδιο του Λούθιεν και του Κίις. Αν η αναμονή για ένα βράδυ θα έκανε πιο εύκολη τη μάχη, αυτός ο χρόνος δεν θα πήγαινε χαμένος.

Ο Λούθιεν έφυγε το σούρουπο παίρνοντας και τον Σάγκλιν μαζί του, πράγμα στο οποίο επέμεινε ο Μπέλικ. Ο βασιλιάς δεν είχε εμπιστοσύνη στον Κίις, κάτι που το δήλωσε ανοιχτά πιστεύοντας ότι, αν ο ιερέας είχε οργανώσει μια παγίδα για τον Λούθιεν, ο ικανός Σάγκλιν θα αποδειχνόταν ένας πολύτιμος σύντροφος. Άλλωστε, ο πορφυρός μανδύας ήταν αρκετά μεγάλος για να κρύψει και τον Λούθιεν και τον νάνο.

Έφτασαν εύκολα στα περίχωρα του Άλανσαϊρ προχωρώντας στους πιο ανοιχτούς δρόμους έξω από το οχυρωμένο κέντρο. Ο Λούθιεν ήταν σίγουρος ότι θα μπορούσαν να φτάσουν ως εδώ και χωρίς τη βοήθεια του μανδύα. Αφού πλησίασαν αρκετά, ο Σάγκλιν βγήκε από κάτω ενώ ο Λούθιεν τραβούσε πίσω την κουκούλα. Λίγο αργότερα συνάντησαν τον Κίις μαζί με έναν άλλο άνδρα, έναν ηλικιωμένο γκριζομάλλη κύριο με αρχοντικό παράστημα και τα σοβαρά ρούχα των εμπόρων της παλιάς εποχής.

«Ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι», τον σύστησε ο Κίις, «δήμαρχος του Άλανσαϊρ».

«Είναι οικογενειακό όνομα», είπε κοφτά εκείνος, απαντώντας στο προφανές ερώτημα πριν το θέσουν ο Λούθιεν ή ο Σάγκλιν.

«Οι πρωτότοκοι γιοι ονομάζονται πάντα Άλαν», πρόσθεσε ο Κίις.

Ο σοβαρός τόνος του ιερέα φάνηκε να διαφεύγει από τον Σάγκλιν, δεν διέφυγε όμως από τον Λούθιεν. Η πόλη είχε πάρει το όνομά της από την οικογένεια του Άλαν. Ίσως όλη η κοιλάδα του ποταμού να είχε ονομαστεί από την οικογένεια Ο’ Ντάνκερι, και όχι το αντίστροφο. Αυτός ο άνθρωπος ήταν σημαντικός και πέρα από τα όρια της μικρής κωμόπολης, ενώ το γεγονός ότι ο Κίις τον είχε πείσει να βγει από το οχυρωμένο κέντρο του Άλανσαϊρ για να συναντηθεί με τον Λούθιεν, τους έδινε πολλές ελπίδες.