Выбрать главу

«Ο αδελφός Κίις μου έδωσε διαβεβαιώσεις ότι το Άλανσαϊρ δεν θα λεηλατηθεί και οι άνδρες μας δεν θα σκοτωθούν ούτε θα υποχρεωθούν να υπηρετήσουν στον στρατό σας», είπε αυστηρά ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι. Δεν είχε τον τόνο ανθρώπου που σκέφτεται να παραδοθεί.

«Δεν πρόκειται να πολεμήσουμε όποιον δεν θα σηκώσει όπλα εναντίον μας», απάντησε ο Λούθιεν.

«Εκτός από τους Κυκλωπιανούς», γρύλλισε ο Σάγκλιν. Ο Λούθιεν γύρισε και τον κοίταξε αυστηρά, αλλά ο Σάγκλιν δεν υποχώρησε. «Δεν θα αφήσουμε μονόφθαλμους στον δρόμο πίσω μας», είπε αποφασισμένος.

Ο Λούθιεν τον άφησε να έχει τον τελευταίο λόγο.

«Δεν θα βρείτε πολλούς πίσω σας», είπε ήρεμα ο Άλαν. «Οι περισσότεροι το έσκασαν για τον νότο».

«Παίρνοντας μαζί τους ένα μεγάλο μέρος από τα ζώα και τα εφόδια του Άλανσαϊρ», πρόσθεσε με νόημα ο Κίις υπενθυμίζοντας στον Σάγκλιν ότι έχει απέναντι του πιθανούς συμμάχους ή, τουλάχιστον, ανθρώπους που έπρεπε να τους πείσουν να παραμείνουν ουδέτεροι.

«Πόσοι Κυκλωπιανοί έχουν απομείνει;» ρώτησε απερίφραστα ο Λούθιεν. Ήταν η πρώτη πληροφορία που ζητούσε από τους δύο Αβονιανούς. Ήξερε ότι η στιγμή είναι κρίσιμη, γιατί αν ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι του απαντούσε, θα έδινε πληροφορίες που θα βοηθούσαν του Εριαντοριανούς. «Πάντως, αν πρόκειται να αντισταθούν στο τείχος, προειδοποιήστε τους ανθρώπους σας που θα θελήσουν να σταθούν πλάι τους! Οι πολεμιστές μας δεν θα ξεχωρίσουν ανθρώπους και μονόφθαλμους μέσα στην ταραχή της μάχης».

Ο Άλαν τον σταμάτησε με ένα αρνητικό νεύμα. «Όλοι οι Κυκλωπιανοί που έχουν απομείνει, είναι εκεί», είπε, δείχνοντας ένα ψηλό τετράγωνο κτήριο στη νοτιοανατολική γωνία του οχυρωμένου κέντρου του Άλανσαϊρ. «Κρύβονται, φαντάζομαι, αλλά έτσι κι αλλιώς δεν τους αφήνουμε να βγουν έξω».

Ο Σάγκλιν κόντεψε να πνιγεί μόλις το άκουσε.

Ο εριαντοριανός στρατός μπήκε στο Άλανσαϊρ την επόμενη μέρα. Δεν υπήρξαν φανφάρες ούτε θερμές υποδοχές από τους κατοίκους. Πολλοί είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από την έξοδο των Κυκλωπιανών. Όμως, ούτε υπήρξε καμία αντίσταση. Ο Μπέλικ παρέταξε τους στρατιώτες τους γύρω από το οχυρό των Κυκλωπιανών λέγοντάς τους μόνο ένα πράγμα: ότι θα δεχτεί την παράδοσή τους.

Οι Κυκλωπιανοί απάντησαν εκτοξεύοντας λόγχες και απειλές από όλα τα παράθυρα. Τότε, με την άδεια του Άλαν Ο’ Ντάνκερι, οι νεραϊδογέννητοι τοξότες έβαλαν φωτιά στο κτήριο και οι μονόφθαλμοι εξοντώθηκαν εύκολα καθώς όρμησαν να βγουν έξω.

Ο Άλαν Ο’ Ντάνκερι και ο Σόλομον Κίις συναντήθηκαν με τον Λούθιεν, την Σιόμπαν και τον βασιλιά Μπέλικ την ίδια μέρα για να συζητήσουν για την επόμενη πόλη που θα συναντούσε ο στρατός, την ισχυρή γυναίκα που τη διοικούσε και τη γενική διάθεση που επικρατούσε εκεί.

Ο βασικός σκοπός των κατοίκων του βόρειου Άβον ήταν να περιορίσουν στο ελάχιστο τις απώλειές τους από αυτό τον πόλεμο. Ο Λούθιεν πίστευε ότι ο Γκρινσπάροου έκανε μεγάλο σφάλμα όταν αποφάσισε να μην στείλει τον στρατό του βόρεια για να συναντήσει τους εισβολείς. Οι κάτοικοι της περιοχής ένιωθαν εγκαταλειμμένοι, ανυπεράσπιστοι και ήταν παράλογο να περιμένει κανείς ότι θα προέβαλλαν αντίσταση σε μια τόσο μεγάλη δύναμη εισβολής.

Η προέλαση για το Γουόρτσεστερ συνεχίστηκε χωρίς σοβαρά εμπόδια.

«Ο Μίστιγκαλ και ο Θέρεντον;» ρώτησε θυμωμένος ο Γκρινσπάροου. «Και οι δύο νεκροί;»

«Μην υποτιμάς τη δύναμη του Μπριντ’Αμούρ», απάντησε η Ντιάνα Γουέλγουορθ. «Η αρχαία αδελφότητα ήταν πολύ ισχυρή».

Ο κοκαλιάρης κομψευόμενος βασιλιάς έγειρε πίσω στον θρόνο του ξύνοντας το άτριχο σαγόνι του. «Είσαι σίγουρος ότι τον εξοντώσατε;»

«Όχι, δεν είμαι σίγουρη», απάντησε η Ντιάνα. «Ίσως να ξέφυγε το πνεύμα του, παρ’ ότι το σώμα του έγινε κάρβουνο. Δεν καταλαβαίνω τα τεχνάσματα που κάνουν αυτοί οι αρχαίοι μάγοι αλλά, μετά από αυτά που είδα να κάνει ο Μπριντ’Αμούρ, απέκτησα μεγάλο σεβασμό για τις δυνάμεις του. Πάντως υποπτεύομαι ότι δεν θα ξανακούσουμε γι’ αυτόν στο άμεσο μέλλον. Είμαι σίγουρη, βασιλιά μου, ότι ο στρατός του Εριαντόρ είναι χωρίς αρχηγό».

Το νέο θα ’πρεπε να ήταν ευπρόσδεκτο στο Καρλάιλ, όμως ο Γκρινσπάροου την κοίταζε με ένα δυσοίωνο συνοφρύωμα. Ο Μπριντ’Αμούρ ήταν κρυμμένος πίσω από μια ταπισερί, παρ’ όλο που φοβόταν ότι ο βασιλιάς του Άβον μπορεί να είχε την ικανότητα να δει μέσα από την ομίχλη του καθρέφτη της Ντιάνα και μέσα από το ξόρκι του Μπριντ’Αμούρ που τον έκανε αόρατο. Ακόμα, ήξερε ότι η δούκισσα του Μάνινγκτον ήταν εξίσου νευρική, αν έκρινε από την ώρα που πέρασε μπροστά στον καθρέφτη μέχρι να συγκεντρώσει το κουράγιο της και να καλέσει τον Γκρινσπάροου. Όταν τελικά έκανε το ξόρκι, η φωνή της έτρεμε και μόνο μετά από ώρα κατάφερε να την σταθεροποιήσει, καθώς επαναλάμβανε τους ψαλμούς.