Выбрать главу

Όταν ο Θρεντμπέαρ προσγειώθηκε στο κατάστρωμα του αβονιανού σκάφους, ο Όλιβερ τράβηξε τα γκέμια γυρίζοντάς τον προς την πόρτα της καμπίνας κάτω από την ψηλή γέφυρα, μια πόρτα που ήταν σπασμένη από πέτρα καταπέλτη.

Ένας πελώριος, χοντρός Κυκλωπιανός ξεπρόβαλε από τη σπασμένη πόρτα τρομαγμένος και τραυματισμένος αλλά έτοιμος για μάχη, κρατώντας ένα τεράστιο σφυρί. Το γουρλωτό μάτι του άνοιξε ακόμη πιο πολύ, όταν είδε τον Όλιβερ και το πόνι να καλπάζουν στο κατάστρωμα ορμώντας κατά πάνω του. Ο χοντρός μονόφθαλμος, χωρίς να δείξει φόβο, προετοιμάστηκε για τη σύγκρουση πατώντας γερά με ανοιχτά τα πόδια και χαμογελώντας με κακία.

Ο Όλιβερ αναρωτήθηκε αν η επιλογή του ήταν τόσο συνετή. Η ζημιά από την πέτρα του καταπέλτη τον είχε οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η καμπίνα θα ήταν άδεια —άδεια από ζωντανούς Κυκλωπιανούς τουλάχιστον— οπότε θα μπορούσε να ξεκουραστεί εκεί ή ίσως επίσης να βρει λίγο κρασί και τυρί.

Τώρα όμως δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το ένστικτό του έλεγε να συνεχίσει την επέλαση για να πέσει πάνω στον μονόφθαλμο, φοβόταν όμως ότι ο τεράστιος Κυκλωπιανός μπορεί να ήταν πιο βαρύς από τον ίδιο και τον Θρεντμπέαρ μαζί! Έτσι τράβηξε τα γκέμια κόβοντας τη φόρα του πόνι σε τροχασμό, έσκυψε χαμηλά και ψιθύρισε κάτι στο αφτί του.

Στα τελευταία βήματα ο Όλιβερ φτέρνισε δυνατά τον Θρεντμπέαρ, που όρμησε ξαφνικά μπροστά. Ο Κυκλωπιανός φώναξε ετοιμαζόμενος για τη σύγκρουση, αλλά αμέσως μετά ο Όλιβερ σταμάτησε την επίθεση, κατέβηκε με ένα πήδημα από τον Θρεντμπέαρ και χώθηκε τρέχοντας σκυφτός κάτω από την κοιλιά του.

Την κατάλληλη στιγμή, όταν ο Όλιβερ έδωσε σήμα χτυπώντας με το ξίφος του το στήθος του πόνι, ο Θρεντμπέαρ ορθώθηκε στα πίσω πόδια και κλότσησε τον μονόφθαλμο με τα μπροστινά. Ο Κυκλωπιανός ήταν πολύ απασχολημένος για να αντιληφθεί τον χάφλινγκ που, αφού έτρεξε κάτω από το πόνι, πέρασε ανάμεσα από τα ανοιχτά του πόδια.

Ο Όλιβερ κύλησε κάτω, αλλά αμέσως μόλις βρέθηκε όρθιος έκανε μεταβολή κι όρμησε με το ξίφος και το μεν-γκος καρφώνοντάς τα στους γλουτούς του Κυκλωπιανού. Αυτός πήδησε μπροστά ενστικτωδώς για να πέσει πάνω στις οπλές του Θρεντμπέαρ που συνέχιζε να κλοτσά ορθωμένος. Ο μονόφθαλμος σήκωσε τα χέρια για να προστατευτεί παραμερίζοντας ζαλισμένος από τα χτυπήματα, αλλά ο Θρεντμπέαρ συνέχισε να τον καταδιώκει φτάνοντας στο σημείο να τον δαγκώσει και στον σβέρκο.

«Ελπίζω να ξέρεις κολύμπι», είπε ο Όλιβερ καθώς ο μονόφθαλμος έπεσε στην κουπαστή. Διπλώθηκε πάνω της αλλά κατάφερε να κρατηθεί, μόνο που ο Θρεντμπέαρ δεν είχε τελειώσει την επίθεσή του. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και με ένα τελευταίο χτύπημα έστειλε τον μονόφθαλμο στη θάλασσα. Το νικηφόρο πόνι, αφού ορθώθηκε πάλι στα πίσω πόδια χλιμιντρίζοντας, γύρισε και κοίταξε τον Όλιβερ.

«Θα ’ρθεις να πάρουμε ένα τσάι;» ρώτησε αυτός δείχνοντας την άδεια καμπίνα.

Το κίτρινο πόνι ξεφύσηξε.

Ο Όλιβερ κοίταξε γύρω του αναστενάζοντας. Η μάχη συνεχιζόταν στο κατάστρωμα του Ντόζιερ’ς Ντριμ και παρέμενε άγρια, παρ’ όλο που ήταν φανερό ότι οι Εριαντοριανοί νικούσαν. «Πολύ καλά», είπε. «Μιλά η αλογίσια μου συνείδηση».

Ξαφνικά ο Όλιβερ έσκυψε καθώς ένα βέλος από βαλλίστρα έσκισε τον αέρα πάνω από το κεφάλι του. Αμέσως μετά πήδησε στο πλάι, ενώ ένας μονόφθαλμος έπεφτε από την κουπαστή της γέφυρας και σωριαζόταν νεκρός στα πόδια του. Ο χάφλινγκ γύρισε και κοίταξε τον Φέλπσι Ντόζιερ, που προφανώς το απολάμβανε. Ο γέροντας ύψωσε την παλιά βαλλίστρα που κρατούσε και χαμογέλασε πλατιά, δείχνοντας τα ελάχιστα δόντια που απέμεναν στο στόμα του.

Η κλαγγή των σπαθιών συνέχισε να αντηχεί στα καταστρώματα των τεσσάρων πλοίων για πάνω από μισή ώρα. Όταν επιτέλους ξεκαθάρισαν τα πράγματα, οι Κυκλωπιανοί είχαν νικηθεί, παρ’ ότι οι Εριαντοριανοί από την πλευρά τους είχαν χάσει πολλούς άνδρες. Στα βαθύτερα νερά τα πλοία του Εριαντόρ τα πήγαιναν ακόμη χειρότερα, γιατί δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τους ελιγμούς των πιο επιδέξιων αβονιανών πληρωμάτων.

Η Κατρίν οργάνωσε τους ναυτικούς που είχαν απομείνει από τα δύο πληρώματα, οι οποίοι θα ήταν αρκετοί για να επανδρώσουν όχι ένα αλλά δύο πλοία. Δυστυχώς, το μόνο πλοίο από τα τέσσερα που μπορούσε να κινηθεί γρήγορα ήταν το αβονιανό από τη δεξιά πλευρά του πιο μακρινού εριαντοριανού. Αφού κάρφωσαν σανίδες όπου έπρεπε, το πλήρωμα στρώθηκε στη δουλειά αλλάζοντας σημαίες και ξεμπερδεύοντας τα ξάρτια. Αφήνοντας πίσω τους τα τρία μπερδεμένα πλοία, τους νεκρούς τους και πάνω από εξακόσιους σκοτωμένους Κυκλωπιανούς, ξεκίνησαν γενναία προς τα δυτικά όπου μαινόταν η ναυμαχία.