Μερικές στιγμές αργότερα όμως η έκφραση θυμού της Κατρίν έδωσε τη θέση της σε ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ το πλήρωμά της άρχισε να ζητωκραυγάζει. Τρία εριαντοριανά πλοία είχαν πλησιάσει τα αβονιανά από την άλλη πλευρά, όσο εκείνα έκαναν ελιγμούς για να αντιμετωπίσουν το Ντόζιερ’ς Ντριμ, έτσι τώρα οι Αβονιανοί δεν προλάβαιναν να αντιδράσουν. Τα δύο πλοία προσπάθησαν να γυρίσουν με το πλάι προς την νέα απειλή, αλλά ακολούθησαν αντίθετη κατεύθυνση και συγκρούστηκαν μεταξύ τους. Τώρα τα πληρώματά τους έτρεχαν να σβήσουν τις φωτιές, ενώ τα τρία εριαντοριανά σκάφη έκαναν κύκλους γύρω τους με τους τοξότες και τους καταπέλτες να τα σφυροκοπούν. Έριξαν εκατοντάδες βέλη, δεκάδες μπάλες πίσσας και βαριές πέτρες στα δύο αβονιανά πλοία, πριν πλησιάσουν κι άλλα εχθρικά σκάφη που ανάγκασαν τα τρία εριαντοριανά να αποχωρήσουν.
Να λοιπόν τι θα κάνω, σκέφτηκε η Κατρίν. Θα γίνω το ποντίκι που θα προκαλεί τις αβονιανές γάτες. Θα αποσπούσε την προσοχή του εχθρού σαν τολμηρό ποντίκι που προσπαθεί να μην το αρπάξουν τα νύχια της γάτας, ενώ τα άλλα πλοία του Εριαντόρ θα έβρισκαν τα ανοίγματα για να χτυπήσουν.
Από τα επόμενα οχτώ πλοία, που σήκωσαν σημαία παράδοσης ή πλημμύρισαν με νερό, τα έξι ήταν αβονιανά.
Το ηθικό των εριαντοριανών πληρωμάτων άρχισε να υψώνεται, πράγμα που τους έδωσε νέα δύναμη για να συνεχίσουν την ναυμαχία, καθώς ο ήλιος άρχιζε να κατεβαίνει προς τη δύση. Και η Κατρίν είχε ίσως το ψηλότερο ηθικό απ’ όλους, ήταν γεμάτη δύναμη και μαχητικότητα για το Εριαντόρ. Αποφάσισε ότι θα συνέχιζε την τρελή της επίθεση μέχρι να χάσει τα πανιά της, μα και τότε θα έβρισκε ένα αβονιανό πλοίο για να το εμβολίσει συνεχίζοντας τη μάχη ως το τέλος.
Ξαφνικά όμως τη σταμάτησε ένα βογγητό του Όλιβερ, από τα πιο απελπισμένα που είχε ακούσει ποτέ της. Κοίταξε τον χάφλινγκ πριν ακολουθήσει το βλέμμα του προς βορρά, από τη δεξιά πλευρά του πλοίου.
Εκεί είδε το τέλος της εισβολής τους, την καταδίκη του στόλου τους: ήταν ένα τείχος από πανιά που σκέπαζαν όλο τον ορίζοντα. Τα πλοία δεν είχαν το μέγεθος των πολεμικών, αλλά ούτε ήταν μικρά αλιευτικά. «Πόσα είναι;» ρώτησε ξέπνοα η Κατρίν. Πόσα ήταν αλήθεια; Εκατό;
«Πράσινη σημαία!» φώναξε ένας ναύτης από το κατάρτι, που είδε τον νέο στόλο καθώς προσπαθούσε να επιδιορθώσει κάποιες βλάβες. «Με λευκό περιθώριο!»
Η Κατρίν δεν ξαφνιάστηκε. Τους περίμενε αυτούς τους νεοφερμένους, αλλά όχι σε τόσο μεγάλους αριθμούς, «Μπαράντουιν», μουρμούρισε απελπισμένη.
Ο Φέλπσι Ντόζιερ τους πλησίασε ατάραχος. «Δεν είναι κακοί τύποι, οι Μπαραντουινοί», είπε. «Όχι σαν αυτούς τους άθλιους Κυκλωπιανούς! Τους έχω δει συχνά στην ανοιχτή θάλασσα. Μπορεί να δεχτούν μια έντιμη παράδοση».
Και μόνο το άκουσμα αυτής της λέξης έκανε την Κατρίν να τρίξει τα δόντια της. Πώς μπορούσαν να παραδοθούν αφήνοντας ακάλυπτη όλη τη δυτική ακτή του Εριαντόρ; Τι θα έκανε ο Μπριντ’Αμούρ και οι δυνάμεις του, αν ο Γκρινσπάροου έμπαινε από αυτή την ανοιχτή πίσω πόρτα και ισοπέδωνε το Κάερ Μακντόναλντ;
Ξαφνικά έγινε μια έκρηξη που τύλιξε με πορτοκαλή καπνό την περιοχή μπροστά στο τιμόνι. Μετά το αρχικό σοκ, η Κατρίν σκέφτηκε ότι μπορεί να έπαιρνε απάντηση στο ερώτημά της. Είχε έλθει ο Μπριντ’Αμούρ στο πλοίο τους για να μιλήσει μαζί τους;
Όταν καθάρισε ο καπνός, όμως, η Κατρίν δεν είδε τον Μπριντ’Αμούρ μα κάποιον άλλον, μεσήλικα αλλά αναμφίβολα όμορφο. Φορούσε πρακτικά ρούχα για την θάλασσα, όμως καλαίσθητα και πλούσια.
«Σας χαιρετώ!», είπε ευγενικά κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον Όλιβερ, που ήταν ντυμένος με όλα του τα αξεσουάρ —μοβ μανδύα, πράσινο κολλητό παντελόνι, γάντια και πλατύ καπέλο με φτερό— και καθόταν πάντα πάνω στον Θρεντμπέαρ. «Είμαι ο Άσανον Μακλένι, δούκας του Μπαράντουιν».
Η Κατρίν και ο γέρο-Ντόζιερ τον κοίταζαν με ανοιχτό το στόμα.
«Κι εμένα, δεν μου αρέσουν καθόλου τα ανόητα μαγικά σου κόλπα», δήλωσε ο Όλιβερ, που δεν έχανε ποτέ τα λόγια του. «Η εθιμοτυπία απαιτεί να ζητήσεις άδεια πριν ανεβείς σε ένα πλοίο».
Αυτό έκανε τον Άσανον να χαμογελάσει. «Δεν είχα την δυνατότητα», εξήγησε. «Άλλωστε, για να είμαι ειλικρινής, το δικό σας είναι το τρίτο εριαντοριανό πλοίο που επισκέπτομαι. Πρέπει να μιλήσω με μια γυναίκα, την Κατρίν Ο’ Χέιλ, έναν άνδρα από το Πορτ Τσάρλι που λέγεται Ντόζιερ και έναν χάφλινγκ…» Η φωνή του έσβησε καθώς συνέχισε να κοιτάζει τον παράξενο Όλιβερ.
»Εσύ πρέπει να είσαι ο Όλιβερ ντε Μπάροους», διαπίστωσε ο Άσανον, αφού απλούστατα δεν ήταν δυνατό να υπήρχαν δύο τέτοιοι χάφλινγκ σε όλη τη Θάλασσα του Άβον.