Выбрать главу

Ο Λούθιεν συνέχισε την κίνηση προς τα εμπρός σπρώχνοντας με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας απεγνωσμένα να πλησιάσει ακόμη περισσότερο το τέρας και να αποφύγει τα τερατώδη χέρια του που χτυπούσαν απεγνωσμένα.

Ο Γκρινσπάροου ούρλιαξε και τινάχτηκε, έτσι ώστε ο Λούθιεν δεν μπορούσε να τραβήξει πια το σπαθί. Αισθανόμενος τα πόδια του να ξεκολλούν από το έδαφος καθώς ο Γκρινσπάροου γύρισε στο πλάι, ο Λούθιεν βρέθηκε στον αέρα κρεμασμένος από τον Τυφλωτή που παρέμεινε καρφωμένος στο κεφάλι του θηρίου.

Καθώς το χέρι του δράκου τον χτύπησε στα εκτεθειμένα πλευρά του, τα νύχια διαπέρασαν την αλυσιδωτή πανοπλία και το χοντρό δερμάτινο χιτώνιο από κάτω της σαν να ήταν παλιό εύθραυστο χαρτί. Ματωμένες γραμμές απλώθηκαν στα πλευρά του Λούθιεν, ενώ ένα τραύμα ήταν τόσο βαθύ που φάνηκαν τα κόκαλα των πλευρών του.

Συνέχισε να κρατιέται μουγκρίζοντας από τον πόνο, μετά όμως ήρθε το άλλο χέρι του δράκου και τον χτύπησε τόσο δυνατά ώστε ο Λούθιεν εκτοξεύτηκε στον αέρα παίρνοντας και το σπαθί μαζί του.

Το κεφάλι του Δρακοβασιλιά τινάχτηκε στο πλάι καθώς ελευθερώθηκε ο Τυφλωτής και ο Γκρινσπάροου έπεσε στο ένα γόνατο, δίνοντας τον χρόνο στον τρομοκρατημένο Λούθιεν να τρυπώσει μέσα στη βλάστηση.

Αλλά το θηρίο τον ακολούθησε αμέσως οσφραινόμενο, ουρλιάζοντας και φωνάζοντας κατάρες που αντηχούσαν παράξενα στα αφτιά του καταζαλισμένου Λούθιεν. Δεν το είχε ξαναβάλει ποτέ του στα πόδια σε μάχη, ούτε τότε με τον Μόρκνεϊ ούτε με τον δαίμονα Πρεχοτέκ. Αλλά αυτό το τέρας, έστω κι έτσι τραυματισμένο, ήταν πολύ χειρότερο και από τους δύο, ήταν ένα πλάσμα αφάνταστα μοχθηρό και απαίσιο.

Έτσι ο Λούθιεν άρχισε να τρέχει σκοντάφτοντας και πιέζοντας με το χέρι το τραύμα στα πλευρά του, σε μια προσπάθεια να σταματήσει το αίμα. Άκουγε το θηρίο πίσω του και ήξερε ότι ο Γκρινσπάροου τον ακολουθούσε μυρίζοντας το αίμα του.

Το τέρας τον έφτανε. Ο Λούθιεν έβγαλε μια κραυγή τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αλλά το πόδι του πιάστηκε σε μια ρίζα κι έπεσε κάτω μπρούμυτα.

Κατάλαβε ότι ο δρόμος του τελείωνε εκεί, ότι από στιγμή σε στιγμή θα πέθαινε!

Πέρασαν μερικές στιγμές. Ο Λούθιεν άκουγε την ανάσα του τέρατος μερικά μέτρα μακριά του. Γιατί δεν τον αποτελείωνε όμως ο Γκρινσπάροου;

Ο μανδύας. Πρέπει να ήταν ο μανδύας. Ο Λούθιεν τόλμησε να κοιτάξει κάτω από την κουκούλα και είδε τη λάμψη των τρομερών ματιών του δράκοντα που έψαχναν το έδαφος. Κράτησε την ανάσα του αναγκάζοντας τον εαυτό του να μείνει τελείως ακίνητος.

Όμως ήταν σίγουρο ότι ο Γκρινσπάροου θα τον έβρισκε, θα έλυνε γρήγορα το αίνιγμα καταλαβαίνοντας τι συνέβαινε, αλλά εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας κρότος κάπου από μπροστά και μέσα από τη βλάστηση φάνηκε για μια στιγμή ο Ριβερντάνσερ να τρέχει.

Ο Γκρινσπάροου ούρλιαξε πιστεύοντας ότι ο αντίπαλός του είχε καταφέρει να φτάσει στο άλογό του. Αν το φτερωτό άλογο σηκωνόταν στον αέρα, δεν θα μπορούσε να τον ακολουθήσει με το σπασμένο του φτερό!

Αυτό δεν θα το επέτρεπε ο Δρακοβασιλιάς, έτσι έτρεξε πίσω από το άλογο σκοντάφτοντας σε κάτι που δεν κατάλαβε τι ήταν.

Ο Γκρινσπάροου δεν έδωσε σημασία σε αυτό το στιγμιαίο παραπάτημα, μολονότι το βαρύ πόδι του έκοψε την ανάσα της αόρατης Πορφυρής Σκιάς. Ο Λούθιεν θα μπορούσε να μείνει εκεί που ήταν, αφήνοντας τον Δρακοβασιλιά να κυνηγήσει τον Ριβερντάνσερ ενώ αυτός θα γύριζε στον Μπριντ’Αμούρ.

Αλλά είδε την ευκαιρία που είχε εμφανιστεί και δεν μπορούσε να την αφήσει ανεκμετάλλευτη, παρά τον τρόμο και τον πόνο του. Φωνάζοντας «Εριαντόρ ελεύθερο!», πετάχτηκε πάνω κι όρμησε στον δράκοντα. Η αιχμή του Τυφλωτή καρφώθηκε στην πλάτη του θηρίου ανάμεσα στα φτερά διαπερνώντας τα λέπια και φτάνοντας στη σπονδυλική του στήλη.

Ο Λούθιεν, συνεχίζοντας να σπρώχνει το σπαθί, πήδησε πάνω στην πλάτη του Γκρινσπάροου και αρπάχτηκε με όλη του τη δύναμη από το σπασμένο φτερό, ενώ το τέρας προσπαθούσε να τον αρπάξει.

Ο Γκρινσπάροου έπεσε στο πλάι για να κυλιστεί στο έδαφος και να λιώσει τον εχθρό του, αλλά ο νέος πετάχτηκε από την πλάτη του και απομακρύνθηκε κουτρουβαλώντας όπως-όπως. Ο Γκρινσπάροου κυλίστηκε μια φορά, αλλά με το τέλος της περιστροφής του, έκανε ένα άλμα και προσγειώθηκε βαριά πάνω στον πεσμένο Λούθιεν κάνοντας τα πνευμόνια του ν’ αδειάσουν από αέρα.

Ήταν ακινητοποιημένος, δεν μπορούσε να ξεφύγει, με το τρομερό κεφάλι του Δρακοβασιλιά μερικά εκατοστά μόλις από το δικό του. Έμειναν σε αυτήν τη στάση για μερικές στιγμές, ενώ το δρακοντίσιο πρόσωπο του Γκρινσπάροου έπαιρνε μια παράξενη έκφραση σύγχυσης.

Ο Λούθιεν ήξερε ότι ο Δρακοβασιλιάς δεν μπορούσε να τον δαγκώσει με το τραυματισμένο στόμα του, όμως και του ίδιου τα χέρια ήταν αιχμαλωτισμένα πάνω στο στήθος του από το βάρος του θηρίου, έτσι δεν θα μπορούσε να αμυνθεί αν ο Γκρινσπάροου επιχειρούσε να του αυλακώσει το πρόσωπο με τα τρομερά του νύχια. Αγωνίστηκε απεγνωσμένα να ξεφύγει, αλλά ήταν αδύνατο. Δεν μπορούσε ούτε να πάρει ανάσα, ενώ επίσης ένιωθε κάτι μυτερό να τον πιέζει στο στήθος, κάτι που γρήγορα συνειδητοποίησε ότι ήταν η αιχμή του σπαθιού του!