Выбрать главу

Τα μάτια του Λούθιεν άνοιξαν διάπλατα. Αν αυτή ήταν η αιχμή του σπαθιού, τότε ο Τυφλωτής είχε περάσει πέρα για πέρα το σώμα του Δρακοβασιλιά…

«Ανόητο, άθλιο πλάσμα», είπε ο Γκρινσπάροου. Η φωνή του ήταν γαλήνια παρ’ ότι, καθώς μιλούσε, από το στόμα του έτρεχε αίμα. Κατάφερε να βγάλει ένα μικρό έκπληκτο γέλιο. «Με σκότωσες…

Ο Λούθιεν ήταν τόσο σαστισμένος ώστε δεν μπόρεσε να απαντήσει.

»Αλλά θα σε σκοτώσω κι εσένα», είπε ο Γκρινσπάροου, και ο Λούθιεν ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να γλυτώσει, καθώς ο Δρακοβασιλιάς γύρισε τον μακρύ λαιμό του στρέφοντας τα κέρατα προς το κεφάλι του Λούθιεν. Ακόμη κι αν το τέρας πέθαινε πριν τον χτυπήσει, το βάρος του κεφαλιού του και μόνο ήταν αρκετό για να καρφωθούν τα κέρατα στον στόχο τους και να τον σκοτώσουν.

Προσπάθησε να αντιμετωπίσει τον θάνατο γενναία, χωρίς να φωνάξει. Ξαφνικά όμως άκουσε ένα βροντερό ποδοβολητό δίπλα στο κεφάλι του βλέποντας λάσπες και χώματα να τινάζονται παντού καθώς ο Ριβερντάνσερ πλησίασε με καλπασμό και, κάνοντας μεταβολή, κλότσησε με τα πίσω πόδια του το κεφάλι του δράκοντα τη στιγμή που εκείνο άρχιζε να κατεβαίνει.

Ο λαιμός του Γκρινσπάροου τινάχτηκε με δύναμη στο πλάι. Το κεφάλι του βρόντηξε στο χώμα.

Ο Δρακοβασιλιάς έμεινε εντελώς ακίνητος, νεκρός.

Επίλογος

Ο Λούθιεν χρειάστηκε αρκετή ώρα για να ξεφύγει από το βάρος του νεκρού θηρίου. Ακόμη κι αφού κατάφερε να ξεγλιστρήσει κάτω από τον όγκο του, έμεινε πολλά λεπτά ξαπλωμένος μέσα στη λάσπη, προσπαθώντας να πάρει ανάσα και παρακαλώντας να υποχωρήσει λίγο ο αφόρητος πόνος. Σιγά-σιγά κατάφερε να σηκωθεί όρθιος. Και όταν κόντεψε να καταρρεύσει πάλι, αρπάχτηκε από τον αγαπημένο του Ριβερντάνσερ που, χωρίς τα φτερά του Μπριντ’Αμούρ, είχε γίνει πάλι ένα συνηθισμένο άλογο.

Κοιτάζοντας τον νεκρό Δρακοβασιλιά, είδε τη σκαλιστή λαβή του Τυφλωτή να προεξέχει από την πλάτη του θηρίου. Καθοδηγώντας κατάλληλα τον Ριβερντάνσερ και χρησιμοποιώντας τη δύναμη του αλόγου, ο Λούθιεν κατάφερε να γυρίσει το νεκρό τέρας ώστε να μπορέσει να ελευθερώσει το σπαθί του. Μετά, το άλογο τον έφερε στον Μπριντ’Αμούρ και εκεί είδε με ανακούφιση ότι ο μάγος, μολονότι ήταν πεσμένος στο έδαφος με χαμένες τις αισθήσεις, ανέπνεε κανονικά.

Του πήρε αρκετή ώρα για να φορτώσει τον Μπριντ’Αμούρ στην πλάτη του Ριβερντάνσερ. Ύστερα, μη θέλοντας να βρίσκεται στον βάλτο όταν θα νύχτωνε, ξεκίνησε για τα δυτικά τραβώντας τον Ριβερντάνσερ πίσω του.

Η τύχη ήταν μαζί του, έτσι αρκετή ώρα μετά τη δύση του ήλιου ο Λούθιεν βγήκε από το Σόλτγουος στους λόφους του νοτιοανατολικού Άβον. Είχε σκοπό να ανάψει φωτιά, αλλά σωριάστηκε εξουθενωμένος στα χόρτα.

Όταν ξύπνησε από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου, βρήκε έναν εύθυμο Μπριντ’Αμούρ να στέκει από πάνω του. «Σήμερα θα πας εσύ καβάλα», του είπε ο μάγος κλείνοντας το μάτι. «Έχουμε μεγάλο δρόμο μπροστά μας, αγόρι μου».

Καθώς τον βοηθούσε να σηκωθεί, ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι οι πληγές του δεν τον πονούσαν τόσο πολύ. Βλέποντας ότι το τραύμα στα πλευρά του ήταν σκεπασμένο από μια πηχτή καφέ αλοιφή, κατάλαβε ότι ο Μπριντ’Αμούρ είχε προσθέσει και λίγη μαγεία στις θεραπευτικές ουσίες που του είχε βάλει.

«Μεγάλο δρόμο», είπε πάλι ο Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά τούτη τη φορά, στο τέλος αυτού του δρόμου θα βρούμε έναν πολύ-πολύ καλύτερο κόσμο!»

Και όντως έτσι ήταν, γιατί μέχρι να φτάσουν οι δυο σύντροφοι στο Καρλάιλ η Ντιάνα Γουέλγουορθ είχε πάρει τη θέση της στον θρόνο του Άβον. Η ομιλία που απεύθυνε στους ανήσυχους και τρομαγμένους υπηκόους της ήταν συμφιλιωτική, απολογητική αλλά και ανυποχώρητη. Είχε ξαναπάρει τον θρόνο που της ανήκε δικαιωματικά, γι’ αυτό όλοι έπρεπε να δεχτούν τη νέα κατάσταση. Από την άλλη μεριά όμως η Ντιάνα είχε τη σύνεση να αντιληφθεί ότι η πραγματική δοκιμασία της δύναμής της και ο πραγματικός λόγος για την επιστροφή της θα ήταν να βελτιώσει τη ζωή των υπηκόων της.

Η βασιλεία της, υποσχέθηκε, θα ήταν όπως κι εκείνη του πατέρα της, ευγενική και δίκαιη, για το καλό όλων.

Πόσο αναπτερώθηκαν οι ελπίδες της όπως και οι ελπίδες όσων την υποστήριξαν, εκείνο το πρωί που ο Λούθιεν και ο Μπριντ’Αμούρ, καβάλα και οι δύο στον θεραπευμένο Ριβερντάνσερ, πέρασαν τις πύλες του Καρλάιλ φέρνοντας το νέο ότι ο Δρακοβασιλιάς, ο απαίσιος Γκρινσπάροου, ήταν νεκρός!