Выбрать главу

Αφού είχε λυθεί κι αυτό το πρόβλημα, η Ντιάνα κινήθηκε γρήγορα. Αναγνώρισε τον Μπριντ’Αμούρ ως νόμιμο βασιλιά του ελεύθερου Εριαντόρ και έδωσε την ίδια αυτονομία στον Άσανον Μακλένι βασιλιά του Μπαράντουιν και στον Μπέλικ νταν Μπούρσο βασιλιά του Νταν Ντάροου. Κατόπιν οι τέσσερις τους έκαναν μια συνθήκη με τον Άσμουντ της Ισενλανδίας, παρ’ όλο που χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν συγκαλυμμένη απειλή πολέμου για να συμφωνήσει ο άγριος και περήφανος βασιλιά των Χιούγκοθ. Οι βασιλιάδες και η βασίλισσα της Θάλασσας του Άβον απαίτησαν από τον Άσμουντ να ελευθερώσει όλους τους υπηκόους τους που είχαν υποδουλώσει οι Χιούγκοθ.

Τα πλοία των Ισενλανδών αδέιασαν από κωπηλάτες. Άνθρωποι που νόμιζαν ότι δεν θα ξαναδούν ποτέ το φως της μέρας, γονάτισαν στις όχθες του Στράτον κι ευχαρίστησαν τον Θεό.

Οι πολεμιστές του Άσμουντ θα γύριζαν στην πατρίδα τους κωπηλατώντας οι ίδιοι!

Μετά την υπογραφή της συνθήκης ο Μπριντ’Αμούρ στράφηκε στα ζητήματα της χώρας του, κανονίζοντας πρώτα να ταφούν με τις ανάλογες τιμές οι Εριαντοριανοί που είχαν πέσει στο πεδίο της μάχης, ανάμεσά τους και η γενναία Σιόμπαν, η αγαπημένη και πολύτιμη φίλη του που είχε παίξει τόσο σημαντικό ρόλο στην μεταβολή η οποία απλωνόταν στη χώρα.

Ο Λούθιεν δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς έθαβαν την Σιόμπαν, ενώ μόνο το θέαμα του απελπισμένου Όλιβερ και η δύναμη της Κατρίν τον βοήθησε να σταθεί κι αυτός δυνατός, για χάρη του φίλου του.

Η πρώτη βδομάδα μετά την ενθρόνιση της Ντιάνα ήταν ακόμη γεμάτη θλίψη. Τη δεύτερη άρχισε μια γιορτή που, με εντολή της νέας βασίλισσας του Άβον, θα κρατούσε δεκαπέντε μέρες. Άρχισε σαν αποχαιρετιστήριος εορτασμός για τον Άσμουντ και τους Χιούγκοθ, αλλά ο πρακτικός βασιλιάς των Ισενλανδών, βλέποντας ότι το γλέντι μόλις άρχιζε, άλλαξε τα σχέδιά του και άφησε τους κουρασμένους πολεμιστές του να μείνουν λίγο ακόμη.

Την πρώτη νύχτα της γιορτής, μετά από ένα συμπόσιο στο οποίο οι εκατό καλεσμένοι έσκασαν στο φαΐ, ο Μπριντ’Αμούρ πήρε παράμερα τον Λούθιεν, τον Όλιβερ, την Καϊρίν Κάλθγουεϊν και τον επίτροπο Μπαϊλίγουιν. «Ο Γκρινσπάροου είχε δίκιο που χώρισε το βασίλειό του σε δουκάτα», είπε ο βασιλιάς. «Δεν θα μπορώ να ελέγχω τα πάντα μέχρι τα πέρατα του βασιλείου από την πρωτεύουσα, το Κάερ Μακντόναλντ».

«Σε δεχόμαστε χωρίς αντίρρηση για βασιλιά μας», τον διαβεβαίωσε ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν.

Ο Μπριντ’Αμούρ κατένευσε. «Κι εγώ σε ονομάζω επίσημα δούκα του Τζάιμπι», είπε. «Κι εσύ, Καϊρίν Κάλθγουεϊν, θα είσαι η δούκισσα του Έραντοχ. Κυβερνήστε σωστά και δίκαια τον λαό σας ξέροντας ότι έχετε την υποστήριξη του Κάερ Μακντόναλντ.

Ο Μπαϊλίγουιν και η Καϊρίν έκαναν μια βαθιά υπόκλιση.

»Όσο για σένα, αγαπημένε μου φίλε», συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ γυρίζοντας στον Λούθιεν, «έμαθα ότι δεν υπάρχει δούκας στο Μπέντγουιρ, ούτε καν κόμης, αλλά μόνο ένας επίτροπος μέχρι να γίνει μια πιο οριστική διευθέτηση».

«Έτσι είναι», παραδέχτηκε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να δώσει στη φωνή του τον τόνο που άρμοζε για την τιμή που ήξερε ότι θα του κάνει ο βασιλιάς, μολονότι ήταν κάτι που δεν το ήθελε από καρδιάς. Ο Λούθιεν, έχοντας βαρεθεί τις κυβερνήσεις και τα γραφειοκρατικά τους καθήκοντα, το μόνο που ήθελε ήταν να τραβήξει ελεύθερος στους μεγάλους δρόμους, για να δει πού θα τον βγάλουν.

«Γι’ αυτό, λοιπόν, σου δίνω τον τίτλο του δούκα του Μπέντγουιρ», ανακοίνωσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Αναθέτοντάς σου συγχρόνως τη διοίκηση και των τριών νησιών, του Μπέντγουιντριν, του Μάρβις και του Κάριθ».

«Το Μάρβις και το Κάριθ έχουν ήδη δικούς τους κυβερνήτες», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.

«Αυτοί θα είναι υπόλογοι σε σένα κι εσύ σε μένα», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Λούθιεν ένιωθε παγιδευμένος. Πώς μπορούσε να εναντιωθεί στη διαταγή του βασιλιά του, ιδιαίτερα όταν οποιοσδήποτε άλλος θα θεωρούσε μια τέτοια διαταγή ως τη μεγαλύτερη φιλοφρόνηση; Αφού κοίταξε τον Όλιβερ, μετά το βλέμμα του πήγε στην Κατρίν που χόρευε χαρούμενη στην πίστα. Και εκεί, στον παρτενέρ της Κατρίν Ο’ Χέιλ, ο Λούθιεν βρήκε την απάντησή του.

«Δεν μπορώ να το δεχτώ αυτό», είπε απερίφραστα, με τα λόγια του να προκαλούν κραυγές έκπληξης από την Καϊρίν και τον Μπαϊλίγουιν.

Ο Όλιβερ του έδωσε μια δυνατή αγκωνιά. «Δεν εννοεί αυτό που προσπαθεί να πει», τραύλισε, προσπαθώντας να τραβήξει τον Λούθιεν παράμερα δίχως όμως να το καταφέρει.

Ο νεαρός χαμογέλασε στον μικροσκοπικό του φίλο. Ήξερε ότι εκείνο που ήθελε ο Όλιβερ πάνω απ’ όλα ήταν μια ζωή όλο πολυτέλεια, μια ζωή που θα τους την εξασφάλιζε το αξίωμα του Λούθιεν.

«Ο τίτλος με τιμά», είπετο παλληκάρι στον Μπριντ’Αμούρ. «Αλλά δεν μπορώ να τον δεχτώ. Τα έθιμά μας είναι ισχυρότερα από τα βασιλικά διατάγματα, έχουν τις ρίζες τους σε παραδόσεις που άρχισαν σε μια εποχή πριν ακόμη και από τον σχηματισμό της αδελφότητας.