Выбрать главу

Ο Μπριντ’Αμούρ τον κοίταξε τρίβοντας το πιγούνι του, περισσότερο απορημένος παρά προσβεβλημένος.

»Δεν είμαι ο νόμιμος κληρονόμος του τίτλου του Μπέντγουιντριν», εξήγησε ο Λούθιεν, «γιατί δεν είμαι ο μεγαλύτερος γιος του Γκάχρις Μπέντγουιρ».

Αυτή η φράση έστρεψε όλων τα βλέμματα στην πίστα, στην Κατρίν και στον παρτενέρ της, τον Ίθαν Μπέντγουιρ. Ο Μπριντ’Αμούρ κάλεσε το ζευγάρι να πλησιάσει καλώντας επίσης τον Άσμουντ.

Η πρώτη αντίδραση του Ίθαν στην προσφορά ήταν αναμενόμενη και εκρηκτική. «Είμαι Χιούγκοθ», δήλωσε.

Καθώς η Κατρίν του γέλασε κατάμουτρα, τα καστανά μάτια του Ίθαν, το φανερό σημάδι της καταγωγής του, άστραψαν τη στιγμή που γύριζε να την κοιτάξει.

«Είσαι ένας Μπέντγουιρ», του είπε εκείνη απτόητη. «Γιος του Γκάχρις και αδελφός του Λούθιεν, ό,τι κι αν ισχυρίζεσαι.

Ο Ίθαν έτρεμε, βρισκόταν στα πρόθυρα μιας έκρηξης.

»Άφησες το Μπέντγουιντριν μόνο και μόνο επειδή δεν μπορούσες να ανεχτείς αυτό που είχε γίνει στην πατρίδα σου», συνέχισε η Κατρίν.

«Τώρα μπορείς να κάνεις την πατρίδα σου έτσι όπως θα ήθελες να είναι», πρόσθεσε ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα εγκαταλείψεις τον λαό σου σε αυτή την περίοδο της μεγάλης αλλαγής;»

«Τον λαό μου;» είπε περιφρονητικά ο Ίθαν κοιτάζοντας τον Άσμουντ.

Ο Όλιβερ ντε Μπάροους αγαπούσε την πολυτέλεια, γι’ αυτό ένα μέρος του εαυτού του ήθελε να απορρίψει ο Ίθαν την προσφορά, ώστε να αναγκαστεί ο Λούθιεν να πάρει την τίτλο του δούκα και να ζήσει ο ίδιος δίπλα του μια ζωή άνεσης και καλοπέρασης. Αλλά αυτός ο πειρασμός δεν ήταν αρκετός για να τον κάνει να παραβλέψει τις επιθυμίες του αγαπημένου φίλου του. «Ακόμη και ο Άσμουντ θα συμφωνούσε ότι ένας φίλος σαν τον Ίθαν Μπέντγουιρ, κυρίαρχος των τριών νησιών, θα ήταν κάτι καλό για την περιοχή», είπε ο χάφλινγκ διαβλέποντας την ευκαιρία να επέμβει. «Μπορεί αυτή να είναι η μοίρα σου, Ίθαν, γιε του Γκάχρις. Εσύ που συναδελφώθηκες με τους Χιούγκοθ, θα μπορούσες να σφραγίσεις με ειρήνη από βάθους καρδιάς μια συμμαχία και μια φιλία που θα ζήσει πιο πολύ από σένα και τα Ιθανόπαιδά σου».

Ο Ίθαν πήγε να απαντήσει, αλλά ο Άσμουντ τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη γελώντας δυνατά. «Ήσουν σαν γιος για μένα», είπε τραυλίζοντας ο βασιλιάς των Χιούγκοθ, που προφανώς είχε πιει λιγάκι παραπάνω. «Αλλά αν νομίζεις ότι έχεις καμία πιθανότητα να διεκδικήσεις τον θρόνο μου!..» πρόσθεσε ξεσπώντας σε ένα νέο τρανταχτό γέλιο.

»Δέξου τον τίτλο, νεαρέ!» είπε ο Ισενλανδός όταν ζαναβρήκε την ανάσα του. «Πήγαινε εκεί που ανήκεις, μόνο μην ξεχάσεις πού ήσουν!»

Ο Ίθαν αναστέναξε βαθιά. Κοίταξε από τον Κατρίν στον Άσμουντ, από τον Άσμουντ στον Λούθιεν, ώσπου τελικά γύρισε στον Μπριντ’Αμούρ για να κάνει ένα μισο-μοιρολατρικό, μισο-αισιόδοξο νεύμα αποδοχής.

Μπορεί να ήταν απλώς ιδέα τους, βασισμένη στην ελπίδα που είχε απλωθεί στα βασίλεια της Θάλασσας του Άβον, αλλά ο επόμενος χειμώνας δεν ήταν τόσο κρύος. Ακόμη και σε εκείνες τις απρόσμενα σπάνιες περιπτώσεις που χιόνισε, το χιόνι, αραιό κι ανάλαφρο, σκέπαζε τη φύση σαν μια απαλή κουβέρτα. Άλλωστε, η αρπάγη του χειμώνα δεν κράτησε πολύ. Το τελευταίο χιόνι έπεσε πριν τελειώσει ο δεύτερος μήνας του χρόνου, έτσι μέχρι τα μέσα του τρίτου μήνα τα χωράφια ήταν πάλι πράσινα και η αύρα ζεστή.

Τέτοιος ήταν ο καιρός κατά το φωτεινό πρωί που ο Λούθιεν, η Κατρίν και ο Όλιβερ έφυγαν από το Καρλάιλ. Ο Μπριντ’Αμούρ με τον εριαντοριανό στρατό είχαν επιτρέψει πολύ νωρίτερα στο Κάερ Μακντόναλντ, ο Ίθαν Μπέντγουιρ στο Μπέντγουιντριν, ο Άσανον Μακλένι με τον στόλο του στο Μπαράντουιν και ο Μπέλικ νταν Μπούρσο στο Νταν Ντάροου, όλοι έτοιμοι να αναλάβουν τις ευθύνες των νέων τους θέσεων. Αλλά, για τον Λούθιεν και τους δυο συντρόφους του, αυτές οι ευθύνες είχαν πάρει τέλος με την πτώση του Γκρινσπάροου και την επίσημη στέψη της Ντιάνα Γουέλγουορθ ως βασίλισσας του Άβον. Έτσι το τρίο έμεινε στο Καρλάιλ απολαμβάνοντας τις ομορφιές της μεγαλύτερης πόλης του Άβον. Είχαν περάσει τον χειμώνα επουλώνοντας τα τραύματα του πολέμου, αφήνοντας τη θλίψη για τους χαμένους φίλους να δώσει τη θέση της σε όμορφες αναμνήσεις από τις κοινές τους περιπέτειες.

Αλλά ακόμη και το Καρλάιλ, μια τόσο μεγάλη πόλη που πρόσφερε πολλές συγκινήσεις, δεν μπορούσε να σβήσει τη λαχτάρα της περιπλάνησης που μεγάλωνε στην καρδιά τους, και ιδιαίτερα στην καρδιά του Λούθιεν Μπέντγουιρ. Έτσι, όταν έλιωσαν τα χιόνια και ζέστανε ο αέρας, ξεκίνησαν για το βορρά με πρώτο τον Λούθιεν πάνω στον Ριβερντάνσερ.

Ταξίδευαν αργά για αρκετές μέρες διανυκτερεύοντας στο ύπαιθρο μόνοι τους, τις περισσότερες φορές, μ’ όλο θα ήταν ευπρόσδεκτοι σε κάθε χωριό και κάθε αγρόκτημα. Σύντροφοί τους ήταν τα ζώα που ξυπνούσαν από τον χειμωνιάτικο ύπνο τους και τα αστέρια που άστραφταν στον ουρανό κάθε βράδυ πάνω από τα ήσυχα σκοτεινά χωράφια.