Выбрать главу

Ο Λούθιεν άκουγε τα μαστίγια να πλαταγίζουν στα καταστρώματα των άλλων πλοίων και τις κραυγές των άτυχων Εριαντοριανών, που τους κατέβαζαν στο αμπάρι και τους αλυσόδεναν στους πάγκους των κουπιών. Μερικοί από τους αιχμάλωτους πάνω στο δικό τους πλοίο είχαν την ίδια τύχη, ενώ τα πράγματα έδειχναν ότι εκεί θα κατέληγε επίσης ο Λούθιεν με τους φίλους του. Έβλεπε μπροστά του την προοπτική μιας ζωής σαν σκλάβος κωπηλάτης των Χιούγκοθ, αλλά φοβόταν περισσότερο για τους συντρόφους του παρά για τον εαυτό του. Τι μοίρα θα είχε ο Όλιβερ, που προφανώς ήταν πολύ μικρόσωμος για να κωπηλατήσει; Θα γινόταν ένας “γελωτοποιός” των Χιούγκοθ, στο έλεος των απάνθρωπων βαρβάρων; Ή θα τον πετούσαν απλώς στη θάλασσα σαν άχρηστο φορτίο;

Και τι θα γινόταν η Κατρίν; Ο Λούθιεν φοβόταν περισσότερο γι’ αυτή και για τις άλλες γυναίκες που είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη. Οι επιδρομείς έλειπαν από το σπίτι τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα, συχνά ολόκληρους μήνες. Τι μεταχείριση θα επεφύλασσαν σε μια όμορφη γυναίκα σαν την Κατρίν Ο’ Χέιλ;

Ένα ρίγος έβγαλε τον νεαρό Μπέντγουιρ από αυτές τις σκοτεινές σκέψεις αναγκάζοντάς τον να συγκεντρωθεί στην πραγματικότητα και να ξεχάσει τις ζοφερές προοπτικές που ανοίγονταν για το μέλλον. Ευτυχώς, η Κατρίν με τον Όλιβερ ήταν στο ίδιο πλοίο με τον Λούθιεν, όπως επίσης ο αδελφός Τζέιμσις, και μέχρι τώρα οι Χιούγκοθ δεν τους είχαν πειράξει. Έτσι θα πρέπει να παραμείνουν τα πράγματα, σκέφτηκε αποφασισμένος ο Λούθιεν. Αποφάσισε ότι αν οι βάρβαροι επιχειρούσαν να σκοτώσουν τον Όλιβερ ή αν έκαναν οτιδήποτε στην Κατρίν, θα τους πολεμούσε πάλι, αυτήν τη φορά μέχρι το τέλος. Δεν είχε όπλα πέρα από τα γυμνά του χέρια, αλλά για να υπερασπίσει τον Όλιβερ και ιδιαίτερα την Κατρίν, θα φρόντιζε αυτά τα χέρια να γίνουν θανατηφόρα.

Γρήγορα ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι οι Χιούγκοθ ήταν πολύ έμπειροι με τους αιχμάλωτους. Αφού τους έδεσαν γερά με χοντρά σχοινιά, έβαλαν να τους φυλάγουν είκοσι τεράστιοι πολεμιστές. Μετά άρχισε μια διαδικασία επιλογής πάνω στο πλοίο, ένα υπέροχο σκάφος που πρέπει να ήταν η ναυαρχίδα του στόλου. Οι πιο ηλικιωμένοι και εξουθενωμένοι σκλάβοι, που ήταν πια πολύ αδύναμοι και υποσιτισμένοι για να κωπηλατούν με τη δύναμη που ήθελαν οι βάρβαροι, σύρθηκαν πάνω στο κατάστρωμα, ενώ κατέβαζαν κάτω τους νέους αιχμάλωτους και τους αλυσόδεναν στη θέση τους. Ο Λούθιεν ήξερε τι σκοπεύουν να κάνουν οι Χιούγκοθ και η συνείδησή του διαμαρτυρόταν, τον έσπρωχνε να κάνει κάτι, οτιδήποτε. Όμως, οι προθέσεις των βαρβάρων δεν ήταν ακόμη ξεκάθαρες, τόσο για τους Λούθιεν και τους άλλους όσο για τους σκλάβους, που έβλεπαν για πρώτη φορά το φως του ήλιου μετά από βδομάδες, γι’ αυτό έμοιαζε να υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα. Αυτή η ελπίδα, η σκέψη ότι μπορεί να κέρδιζαν κάτι με την υπακοή ενώ αντίθετα να έχαναν πολλά αν δημιουργούσαν προβλήματα, τους προκάλεσε παράλυση.

Έτσι ο Λούθιεν δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να κλείσει τα μάτια, όταν οι ψυχροί Χιούγκοθ έσπρωξαν στη θάλασσα τους εξασθενημένους σκλάβους.

«Η ίδια μοίρα με περιμένει κι εμένα», είπε ήρεμα ο Όλιβερ. «Και το σιχαίνομαι το νερό!»

«Δεν το ξέρουμε αυτό», ψιθύρισε ο αδελφός Τζέιμσις με τρεμάμενη φωνή. Έχοντας προκαλέσει την παράδοσή τους, τώρα έβλεπε τους καρπούς της πράξης του. Ίσως θα ήταν καλύτερα αν είχαν πολεμήσει μέχρι τον τελευταίο πάνω στο Γουίβερ.

«Είμαι πολύ μικρόσωμος για να κωπηλατήσω», απάντησε ο Όλιβερ. Συνειδητοποίησε άξαφνα με έκπληξη, ότι εκείνο που τον πονούσε περισσότερο στη σκέψη του θανάτου, ήταν ότι δεν θα προλάβαινε να εξερευνήσει τις τόσο ενδιαφέρουσες πιθανότητες που έβλεπε να υπάρχουν με την Σιόμπαν.

«Σωπάστε!», τους είπε κοφτά ο Λούθιεν. «Δεν υπάρχει λόγος να δίνουμε ιδέες στους Χιούγκοθ».

«Σαν να χρειάζεται να τους τις δώσουμε εμείς!» είπε ο Όλιβερ.

«Μπορεί να σε περάσουν για παιδί», είπε η Κατρίν. «Λένε ότι οι Χιούγκοθ παίρνουν ορφανά παιδιά και τα μεγαλώνουν σαν Ισενλανδούς».

«Πολύ παρήγορη σκέψη», είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ. «Για πες μου, τι θα γίνει όταν δουν ότι δεν μεγαλώνω;»

«Αρκετά!» είπε ο Λούθιεν, και ο θυμός έκανε τη φωνή του να υψωθεί τραβώντας την προσοχή του κοντινότερου φρουρού. Ο πανύψηλος πολεμιστής κοίταξε τον Λούθιεν βγάζοντας ένα σιγανό γρύλλισμα, στο οποίο εκείνος απάντησε με μουδιασμένο χαμόγελο.

«Δεν έπρεπε να τους αφήσουμε να μας δέσουν», είπε ο νεαρός Μπέντγουιρ μιλώντας με την άκρη των χειλιών.

«Γιατί; μπορούμε να τους σταματήσουμε;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Σώπασαν βλέποντας μια ομάδα βαρβάρων να τους πλησιάζει, με επικεφαλής τον Ρενίρ, τον αρχηγό των Χιούγκοθ.

«Διαμαρτύρομαι!» φώναξε αμέσως ο αδελφός Τζέιμσις στον μεγαλόσωμο πολεμιστή.