Τα λευκά δόντια του Ρενίρ άστραψαν μέσα από τη φουντωτή ξανθή γενειάδα που σκέπαζε το πρόσωπό του. Η σαρκαστική του έκφραση έδειχνε ότι είχε ακούσει πολλές παρόμοιες διαμαρτυρίες στο παρελθόν, όταν “πολιτισμένοι” αιχμάλωτοι έβλεπαν τη δικαιοσύνη των Χιούγκοθ. Πλησίασε τον Τζέιμσις τόσο απειλητικά ώστε εκείνος ζάρωσε μπροστά στην κουπαστή, ενώ ο Λούθιεν με τους άλλους νόμισαν για μια στιγμή ότι ο Ρενίρ θα σήκωνε τον Τζέιμσις στον αέρα για να τον πετάξει στη θάλασσα μαζί με τους δυστυχισμένους σκλάβους.
«Κάναμε μια συμφωνία», είπε ο Τζέιμσις πολύ πιο ταπεινά, όταν ο αρχηγός των Χιούγκοθ στάθηκε μπροστά του. «Εγγυήθηκες την ασφάλεια…»
«Των δικών σου», αποτελείωσε τη φράση του ο Ρενίρ. «Δεν είπα τίποτα για τους σκλάβους που είχα ήδη στα πλοία μου. Πού θα σας βάλω όλους;» Ο Χιούγκοθ γύρισε με ένα λοξό χαμόγελο για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του τους συντρόφους του που γελούσαν.
Ο Τζέιμσις προσπαθούσε να βρει κάποιο λογικό επιχείρημα. Πραγματικά, ο Χιούγκοθ είχε τηρήσει το γράμμα της συμφωνίας τους, αν κι όχι το πνεύμα. «Δεν χρειαζόταν να σκοτώσεις αυτούς που σας υπηρέτησαν», τραύλισε ο Τζέιμσις. «Το νησί του Κόλνσεϊ δεν είναι μακριά. Θα μπορούσες να τους αφήσεις εκεί…»
«Να αφήσουμε ζωντανούς εχθρούς πίσω μας;» βροντοφώναξε ο Ρενίρ. «Για να ανοίξουν πάλι πόλεμο μαζί μας;»
«Θα βρίσκατε λιγότερους εχθρούς, αν είχατε ψυχή ανθρώπων», είπε ο Λούθιεν. Ο Ρενίρ γύρισε και τον κοίταξε βλοσυρός. Μετά άρχισε να τον πλησιάζει με ένα αργό απειλητικό βάδισμα αλλά ο Λούθιεν, σε αντίθεση με τον Τζέιμσις, δεν ζάρωσε. Στεκόταν με το κεφάλι ψηλά, με το σαγόνι σφιγμένο και τα μάτια του καρφωμένα στα μάτια του γιγαντόσωμου Χιούγκοθ. Ο Ρενίρ ήρθε να σταθεί μπροστά του, όμως, παρ’ όλο που ήταν αρκετά ψηλότερος, δεν έδειχνε να κυριαρχεί πάνω στον Λούθιεν.
Τα επικίνδυνα βλέμματα κράτησαν μερικές στιγμές, οι δυο άνδρες δεν μιλούσαν, ούτε καν ανοιγόκλειναν τα μάτια. Μετά ο Ρενίρ φάνηκε να προσέχει κάτι —κάτι στην εμφάνιση του Λούθιεν— και το σώμα του χαλάρωσε.
«Δεν είσαι από το Τζάιμπι», είπε.
«Σου ζητώ να βγάλεις αυτούς τους ανθρώπους από τη θάλασσα», απάντησε ο Λούθιεν.
Αρκετοί βάρβαροι άρχισαν να γελούν, αλλά ο Ρενίρ τους σταμάτησε σηκώνοντας το χέρι και συνεχίζοντας να κοιτάζει σοβαρός τον Λούθιεν. «Εσύ, θα έδειχνες έλεος αν οι άνθρωποι που βρίσκονται στη θάλασσα ήταν Χιούγκοθ;»
«Θα έδειχνα».
«Έχεις δείξει;»
Η απρόσμενη ερώτηση σάστισε τον Λούθιεν. Τι εννοούσε ο Ρενίρ; Έψαξε απεγνωσμένα να βρει μια απάντηση, ξέροντας ότι τα λόγια του μπορεί να έσωζαν τους σκλάβους. Τελικά όμως έκανε μόνο ένα νεύμα απορίας, μην καταλαβαίνοντας τι τον ρωτά ο Χιούγκοθ.
«Πώς σε λένε;» ρώτησε ο Ρενίρ.
«Λούθιεν Μπέντγουιρ».
«Από το νησί Μπέντγουιντριν;»
Ο Λούθιεν έγνεψε καταφατικά ρίχνοντας μια ματιά στον Όλιβερ και την Κατρίν. Κι αυτοί όμως απλώς σήκωσαν τους ώμους εξίσου μπερδεμένοι με τον ίδιο.
«Έχεις δείξει;» ρώτησε ξανά ο Ρενίρ.
Ξάφνου ο Λούθιεν κατάλαβε. Ο Γκαρθ Ρόγκαρ! Ο Χιούγκοθ αναφερόταν στον Γκαρθ Ρόγκαρ, τον καλύτερο φίλο του, τον άνθρωπο που είχε περιμαζέψει ο Λούθιεν από τη θάλασσα, για να μεγαλώσει στη συνέχεια μαζί του μέσα στο μέγαρο των Μπέντγουιντριν σχεδόν σαν αδελφός του! Αλλά πώς το ξέρει ο Ρενίρ; αναρωτήθηκε ο νέος.
Όμως αυτό δεν είχε σημασία εκείνη την κρίσιμη στιγμή, άλλωστε δεν είχε καν τον χρόνο για να το σκεφτεί. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι, κοίταξε τον Ρενίρ στα μάτια και απάντησε με σιγουριά: «Έχω δείξει».
Ο Ρενίρ γύρισε στους συντρόφους του. «Βγάλτε τους σκλάβους από τη θάλασσα», τους διέταξε, «και ειδοποιήστε τα άλλα πλοία να μην πνίξουν κανέναν».
Μετά ο Χιούγκοθ γύρισε πάλι στον Λούθιεν. Το πρόσωπό του ήταν αγριεμένο, τρομακτικό. «Μόνο αυτό σου χρωστάω», του είπε και απομακρύνθηκε. Καθώς έφευγε, γέλασε ρίχνοντας ένα λάγνο βλέμμα στην Κατρίν.
«Μου χρωστάς μια θέση δίπλα στους ανθρώπους μου», είπε ο Λούθιεν σταματώντας τον Ρενίρ. «Αν είναι να κωπηλατήσουν, τότε θα κάνω κι εγώ το ίδιο!»
Ο Χιούγκοθ, το σκέφτηκε αυτό για μια στιγμή, μετά έριξε πίσω το κεφάλι γελώντας δυνατά. Κατόπιν πήγε στους συντρόφους του χωρίς να κάνει τον κόπο να ξανακοιτάξει πίσω.
Τα πλοία των Χιούγκοθ περιέπλευσαν τη δυτική ακτή του Κόλνσεϊ σε ευρύ σχηματισμό. Αυτό προκάλεσε έκπληξη στον Λούθιεν και στους συντρόφους του, που νόμισαν ότι οι βάρβαροι είχαν σκοπό να στραφούν προς το ανοιχτό πέλαγος για να επιστρέψουν στην Ισενλανδία. Έμαθαν την αλήθεια όμως όταν έφτασαν σε έναν προστατευμένο κόλπο και, περνώντας από ένα στενό κανάλι σχεδόν αόρατο από τη θάλασσα, μπήκαν σε κάποια μεγάλη ήρεμη λιμνοθάλασσα.
Εκατό πλοία των Χιούγκοθ βρίσκονταν δεμένα στην βραχώδη ακτή. Στην πλαγιά του βουνού υπήρχαν δεκάδες πέτρινες και ξύλινες καλύβες, ενώ από πολλές σπηλιές έβγαινε καπνός.