Выбрать главу

«Είσαι μαζί τους», είπε ο Λούθιεν.

Ο Ίθαν τον κοίταξε με απορία, σαν να του έλεγε ότι αυτό είναι προφανές.

«Προδότη!» γρύλλισε η Κατρίν.

Καθώς το χέρι του Ίθαν σηκώθηκε, η Κατρίν έστρεψε το πρόσωπό της περιμένοντας ότι θα τη χαστουκίσει.

Αλλά το χτύπημα δεν ήλθε ποτέ, ο Ίθαν ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του. «Προδότης για ποιον;» ρώτησε. «Για τον Γκάχρις, που με έδιωξε, που μ’ έστειλε να πεθάνω;»

«Έψαξα να σε βρω», είπε ο Λούθιεν.

«Με βρήκες», έκανε βλοσυρός ο Ίθαν.

«Με τους Χιούγκοθ», πρόσθεσε ο Λούθιεν με περιφρονητικό τόνο. Κάμποσοι βάρβαροι γύρω του μούγκρισαν.

«Με γενναίους άνδρες», απάντησε ο Ίθαν. «Με άνδρες που αρνούνται να τους κυβερνά ένας παράνομος βασιλιάς από ξένη χώρα!»

Αυτό έδωσε κάποιες ελπίδες στον Λούθιεν, τουλάχιστον σε σχέση με την ευρύτερη κατάσταση. Μπορεί, λοιπόν, αυτή η εισβολή των Χιούγκοθ να μη συνδεόταν με τον Γκρινσπάροου.

«Είσαι Εριαντοριανός!» φώναξε η Κατρίν.

«Όχι!» απάντησε ο Ίθαν φωνάζοντας κι αυτός ακόμη πιο δυνατά. «Δεν είμαι εγώ σαν τους δειλούς, που ζαρώνουν από το φόβο του Γκρινσπάροου. Δεν είμαι απ’ αυτούς που αποδέχτηκαν τον θάνατο του Γκαρθ Ρόγκαρ!» Κοίταξε τον Λούθιεν στα μάτια προσθέτοντας: «Δεν είμαι σαν εκείνους που φόρεσαν τα χρώματα της αρχόντισσας Αβονίζ, της βαμμένης πόρνης!»

Ο Λούθιεν ανάσαινε βαριά, προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Ο Ίθαν εδώ! Ήταν τρελό, τελείως απροσδόκητο. Μα τότε, ο Ίθαν δεν θα ήξερε τίποτα από αυτά που είχαν συμβεί, συνειδητοποίησε ο Λούθιεν. Κατά πάσα πιθανότητα πίστευε ότι τα πράγματα στο Εριαντόρ ήταν όπως τα είχε αφήσει, με τον Γκρινσπάροου βασιλιά και τον Γκάχρις ένα από τα πολλά πιόνια του. Αλλά, σ’ αυτή την περίπτωση, ποια έπρεπε να είναι η θέση του Λούθιεν; Ακόμη κι αν θα έπειθε τον Ίθαν για την αλήθεια, μπορούσε να συγχωρήσει τον αδελφό του που συμμάχησε με τους βάρβαρους Χιούγκοθ κατά του Εριαντόρ;

«Πώς τολμάς;» βρυχήθηκε ο Λούθιεν καθώς σηκωνόταν όρθιος.

«Ο Γκρινσπάροου…» άρχισε να λέει ο Ίθαν.

«Κατάρα στον Γκρινσπάροου!» τον έκοψε ο Λούθιεν. «Αυτά τα πλοία που βύθισαν οι καινούριοι φίλοι σου ήταν του Εριαντόρ, όχι του Άβον. Έχεις στα χέρια σου το αίμα συμπατριωτών σου!»

«Π’ ανάθεμά σε!» φώναξε ο Ίθαν, πέφτοντας πάνω στον Λούθιεν με τέτοια δύναμη ώστε κόντεψε να τον ρίξει πάλι κάτω. «Είμαι Χιούγκοθ τώρα, όχι Εριαντοριανός. Κι όλα τα πλοία στη Θάλασσα του Άβον είναι του Γκρινσπάροου».

«Δολοφόνησες…»

«Κάνουμε πόλεμο!» είπε άγρια ο Ίθαν. «Ας έλθει ο Γκρινσπάροου βόρεια με τον στόλο του για να τον βυθίσουμε, κι αν είναι να πεθάνουν και Εριαντοριανοί στην μάχη, ας πεθάνουν!»

Ο Λούθιεν, στρέφοντας το βλέμμα του από τον Ίθαν στον Άσμουντ, είδε τον βασιλιά των Χιούγκοθ να παρακολουθεί χαμογελώντας πλατιά κι αυτάρεσκα, σαν να διασκέδαζε πολύ με αυτήν τη σύγκρουση. Ο νεαρός τότε συνειδητοποίησε ότι ο αδελφός του μπορεί να ήταν περισσότερο πιόνι παρά σύμβουλος, σκέψη που του γέννησε την παρόρμηση να ορμήσει και να στραγγαλίσει τον Άσμουντ.

Αλλά, σκέφτηκε κοιτάζοντας πάλι τον Ίθαν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο αδελφός του δεν χρειαζόταν προστάτη. Η όψη του είχε αλλάξει εντελώς, είχε γίνει εξίσου άγρια με τη φωτιά που μαινόταν στα μάτια του. Ήταν φανερό ότι εκείνη η πράξη του Γκάχρις, να διώξει τον Ίθαν από το Μπέντγουιρ, κόντεψε να τσακίσει τον αδελφό του και, μέσα από την απόγνωση που του προκάλεσε, βρήκε μια νέα δύναμη, τη δύναμη του ασυγκράτητου θυμού. Έτσι τώρα ο αδελφός του έδειχνε να ταιριάζει απόλυτα με τους Χιούγκοθ, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Λούθιεν αισθάνθηκε ένα ρίγος στη ραχοκοκαλιά του. Δεν μπορούσε να μην αναρωτηθεί αν αυτός ήταν πραγματικά ο αδελφός του ή ο Ίθαν που είχε γνωρίσει στην Νταν Βάρνα είχε ουσιαστικά πεθάνει.

«Ο Γκρινσπάροου δεν θα έρθει βόρεια», είπε με φυσιολογικό τόνο ο Λούθιεν, προσπαθώντας να φέρει κάποια αίσθηση ηρεμίας στην εκρηκτική συζήτηση.

«Θα έρθει!» επέμεινε ο Ίθαν. «Θα στείλει τα πολεμικά πλοία του βόρεια, είτε ένα-ένα είτε πολλά μαζί. Όπως και να ’ναι θα τα καταστρέψουμε, θα τα στείλουμε στον πάτο της θάλασσας. Ας είναι καταραμένος ο άνανδρος μάγος που άρπαξε παράνομα τον θρόνο!»

Θα συνέχιζε, αλλά τον σταμάτησε ο Λούθιεν που ξαφνικά ξέσπασε σε ξέφρενα γέλια. Ο Ίθαν έγειρε το κεφάλι προσπαθώντας να καταλάβει γιατί γελάει έτσι ο αδελφός του, αλλά ο Λούθιεν συνέχιζε να γελάει δυνατά χωρίς να τον κοιτάζει. Ο Ίθαν γύρισε στην Κατρίν και τους άλλους συντρόφους του Λούθιεν, μα ούτε αυτοί μίλησαν.

«Είσαι τρελός, λοιπόν;» είπε ήρεμα ο Ίθαν, όμως ο Λούθιεν έμοιαζε να μην ακούει.

«Αρκετά!» βρυχήθηκε ο Άσμουντ, οπότε ο Λούθιεν σταμάτησε απότομα για να κοιτάξει επίμονα τον αδελφό του και τον βασιλιά των Χιούγκοθ.

«Δεν ξέρετε», είπε, περισσότερο σαν δήλωση παρά σαν ερώτηση.