«Βίνταλφ;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Το όνομά μου», είπε.
Ο Λούθιεν δεν μπορούσε να συγκρατήσει άλλο τον θυμό του. «Είσαι ο Ίθαν Μπέντγουιρ, γιος του Γκάχρις κόμη του Μπέντγουιντριν», του είπε.
«Είμαι ο Βίνταλφ, αδελφός του Τόριν Ρόγκαρ», απάντησε ο Ίθαν.
Ο Λούθιεν πήγε να απαντήσει, αλλά αυτό το όνομα τον αιφνιδίασε. «Ρόγκαρ;» ρώτησε.
«Τόριν Ρόγκαρ», του εξήγησε ο Ίθαν. «Αδελφός του Γκαρθ».
Αυτό έκοψε τη φόρα στον Λούθιεν. Ήθελε να γνωρίσει τον αδελφό του Γκαρθ Ρόγκαρ. Ξαφνικά αυτή ήταν η μοναδική σκέψη που υπήρχε στον νου του. Την παραμέρισε όμως, ξέροντας ότι τούτη η συνάντηση έπρεπε να περιμένει για μια άλλη στιγμή. Προς το παρόν, το καθήκον του Λούθιεν ήταν ξεκάθαρο και απλό. Πενήντα ζωές εξαρτιόνταν απ’ αυτόν, ενώ ο αριθμός αυτός θα γινόταν ακόμη μεγαλύτερος αν οι Χιούγκοθ συνέχιζαν τις επιδρομές τους στις ακτές του Εριαντόρ. Όσα του είχαν αποκαλυφθεί από αυτήν τη συνάντηση, ιδιαίτερα το γεγονός ότι οι Χιούγκοθ δεν γνώριζαν τίποτα για τα πρόσφατα γεγονότα στο Εριαντόρ και επομένως δεν μπορεί να ήταν σύμμαχοι του Γκρινσπάροου, του είχαν δώσει κάποιες ελπίδες. Αυτές οι ελπίδες όμως μετριάζονταν από τη θέα του ανθρώπου που βρισκόταν μπροστά του: του Ίθαν που δεν ήταν ο Ίθαν.
«Τότε χαιρετώ τον Βίνταλφ», είπε ο Λούθιεν, ξαφνιάζοντας την Κατρίν που έστεκε βλοσυρή δίπλα του. «Έρχομαι σαν απεσταλμένος του Μπριντ’Αμούρ, βασιλιά του Εριαντόρ».
«Δεν ζητήσαμε συνομιλίες», είπε ο Άσμουντ.
«Τώρα όμως ξέρετε ότι οι επιθέσεις σας κατά των πλοίων και των ακτών του Εριαντόρ δεν βλάπτουν τον Γκρινσπάροου», απάντησε ο Λούθιεν. «Δεν είμαστε εχθροί σας».
Αυτό προκάλεσε μερικά γέλια στους Χιούγκοθ μέσα στην καλύβα, και ακόμη περισσότερα σ’ όσους ήταν συγκεντρωμένοι απ’ έξω. Ο Λούθιεν κατάλαβε ότι η συνάντηση των δυο για τόσον καιρό χαμένων αδελφών είχε γίνει δημόσιο θέαμα.
«Ίθαν», είπε σοβαρός ο Λούθιεν. «…Βίνταλφ. Είμαι ή ήμουν αδελφός σου…»
«Σε έναν κόσμο από τον οποίο με εξόρισαν», τον έκοψε ο Ίθαν.
«Έψαξα να σε βρω», απάντησε ο Λούθιεν. «Αφού σκότωσα τον Κυκλωπιανό που δολοφόνησε τον Γκαρθ Ρόγκαρ, έψαξα να σε βρω στον νότο όπου υποτίθεται ότι θα πήγαινες».
«Εγώ τον οδήγησα εκεί», πετάχτηκε ο Όλιβερ, που δεν άντεχε να βρίσκεται στο περιθώριο μιας συζήτησης για πολύ.
«Κι εγώ θεωρούσα τον πατέρα μας νεκρό», συνέχισε ο Λούθιεν, «όμως, σε διαβεβαιώ ότι στο τέλος εξιλεώθηκε».
«Σε σκεφτόταν το βράδυ που πέθανε», είπε η Κατρίν. «Είχε μεγάλο βάρος στη συνείδησή του».
«Κι έτσι έπρεπε», απάντησε ο Ίθαν.
«Συμφωνώ», απάντησε ο Λούθιεν. «Σίγουρα, δεν προσπαθώ να δικαιολογήσω τον κόσμο που εγκατέλειψες. Αλλά αυτός ο κόσμος δεν υπάρχει πια. Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο τώρα».
«Τι μας ενδιαφέρουν εμάς οι ασήμαντες διαφορές σας;» ρώτησε ενοχλημένος ο Άσμουντ. Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας τον, κατάλαβε ότι δεν του άρεσε η τροπή που έπαιρνε η συζήτηση. «Μιλάς για τον Γκρινσπάροου και το Εριαντόρ σαν να μην είναι το ίδιο πράγμα. Για μας είστε ντέτζερν-αλφάρ και τίποτα παραπάνω!»
Ντέτζερν-αλφάρ. Μια έκφραση των Ισενλανδών για όσους δεν είναι Χιούγκοθ.
«Κι εγώ είμαι Χιούγκοθ», είπε ο Ίθαν πριν προλάβει να πει τίποτα ο Λούθιεν για το εριαντοριανό του αίμα. Μετά κοίταξε τον Άσμουντ, που κατένευσε συμφωνώντας. «Χιούγκοθ μέσα από τις πράξεις μου».
«Είσαι ένας Χιούγκοθ, όμως καταλαβαίνεις πόσο σημαντικό είναι αυτό που λέω», απάντησε ο Λούθιεν. «Το Εριαντόρ είναι ελεύθερο αλλά, αν συνεχίσετε τις επιδρομές σας, βοηθάτε τον Γκρινσπάροου να μας υποτάξει και πάλι». Για πρώτη φορά ο Λούθιεν είχε την αίσθηση ότι τα λόγια του κατάφερναν να αγγίξουν τον ξεροκέφαλο αδελφό του. Ήξερε ότι ο Ίθαν, ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς του ότι τώρα είναι Χιούγκοθ, είχε χαρεί μαθαίνοντας ότι το Εριαντόρ ελευθερώθηκε από το Άβον. Και ήξερε επίσης ότι ο αδελφός του ένιωθε φρίκη με τη σκέψη ότι οι πράξεις των Χιούγκοθ, αλλά και οι δικές του, μπορεί να βοηθούν τον άνθρωπο που, στέλνοντας τη μαύρη επιδημία στο Εριαντόρ, σκότωσε τη μητέρα τους και τσάκισε το πνεύμα του πατέρα τους.
«Και τι μου ζητάς να κάνω;» ρώτησε ο Ίθαν μετά από μια μικρή παύση.
«Να σταματήσετε!» είπε ο Όλιβερ βγαίνοντας πάλι μπροστά. Ο Λούθιεν ήθελε να τον χαστουκίσει που πετάχτηκε πάλι, σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή. «Πάρτε τα γελοία πλοία σας και γυρίστε στα σπίτια σας. Έχουμε ογδόντα πολεμικά καράβια που…»
Ο Λούθιεν τον παραμέρισε και, όταν ο Όλιβερ πήγε να αντισταθεί, η Κατρίν τον άρπαξε από τον γιακά, τον γύρισε προς το μέρος της και τον κοίταξε τόσο άγρια ώστε ο Όλιβερ φοβήθηκε ότι θα έφτανε στο σημείο να τον πετάξει κάτω και να καθίσει πάνω του για να τον σταματήσει.