Выбрать главу

«Αδειάστε το αμπάρι», αποφάσισε ο Άραν Τουμς.

Το πλήρωμα τον κοίταξε με μια γκάμα από διαφορετικές εκφράσεις, που έδειχναν από προθυμία μέχρι κατάπληξη. Οι μισοί θεώρησαν τη διαταγή απίστευτη, γελοία. Ρισκάρισαν πολύ για να έλθουν τόσο μακριά από τη βάση τους και είχαν δεχτεί αυτό το ρίσκο ακριβώς για τα ψάρια που βρίσκονταν στο αμπάρι. Και τώρα ο καπετάνιος ήθελε να τα πετάξουν στη θάλασσα;

Οι άλλοι τέσσερις όμως, ανάμεσά τους και ο Σάμους Μακ Κονρόι, που είχαν αντιμετωπίσει στο παρελθόν τους θηριώδεις Χιούγκοθ, συμφώνησαν αμέσως. Το Σκίπερ, φορτωμένο όπως ήταν με αρκετούς τόνους ψάρια, δεν μπορούσε να ξεφύγει από το πλοίο των Χιούγκοθ. Η μόνη τους ελπίδα ήταν να κρατήσουν κάποια απόσταση μέχρι να κουραστούν οι κωπηλάτες. Βέβαια, ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, οι Χιούγκοθ θα μπορούσαν να σηκώσουν πανιά και να τους προφτάσουν.

«Αδειάστε το!» βρυχήθηκε ο Άραν και το πλήρωμα στρώθηκε στη δουλειά.

Ο Τουμς μελέτησε πιο προσεχτικά τον άνεμο. Ήταν νότιος κι αυτό δεν ήταν καλό, δεδομένου ότι οι Χιούγκοθ, που δεν έπλεαν με πανιά, έρχονταν από τον βορρά. Αν δοκίμαζε να στρίψει, το Σκίπερ θα ερχόταν κόντρα στον άνεμο με αποτέλεσμα να μείνει σχεδόν ακίνητο στο νερό.

«Για να δούμε πόσο καλά μπορείς να στρίψεις!» μουρμούρισε ο καπετάνιος και έστρεψε το τιμόνι προς βορρά. Θα περνούσε κοντά από τους Χιούγκοθ. Αν το Σκίπερ επιζούσε από αυτό το πέρασμα καταφέρνοντας να αποφύγει το υποβρύχιο έμβολο που σίγουρα είχε το πλοίο των βαρβάρων στην πλώρη, θα είχε τον άνεμο στην πλάτη όσο θα έστριβαν οι Χιούγκοθ.

Η απόσταση ανάμεσα στα δύο πλοία ήταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μόνο. Ο Τουμς έβλεπε την κίνηση στο πάνω κατάστρωμα των βαρβάρων, πελώριοι άνδρες που έτρεχαν από δω κι από κει. Και έβλεπε επίσης την σκαλιστή κατασκευή, το ξύλινο κάστρο με μορφή λύκου στην πλώρη του πλοίου.

Μετά είδε καπνό να υψώνεται ξαφνικά από το κέντρο του πλοίου. Για μια στιγμή νόμισε ότι το σκάφος των Χιούγκοθ έπιασε φωτιά, ότι ίσως κάποιος από τους σκλάβους κωπηλάτες σαμποτάρισε τους βαρβάρους. Μετά όμως κατάλαβε τι συνέβαινε συνειδητοποιώντας ότι το αγαπημένο του πλοίο είχε ακόμη χειρότερο πρόβλημα.

«Καλυφθείτε!» φώναξε ο καπετάνιος στο πλήρωμά του. Καθώς τα πλοία απείχαν λιγότερο από εκατό μέτρα, έβλεπε τους Χιούγκοθ να σκύβουν πάνω από την κουπαστή με αιμοβόρα έκφραση.

Ο Σάμους έτρεξε με μια τεράστια ασπίδα που πήρε από το αμπάρι. Την τοποθέτησε για να καλύπτει όσο το δυνατόν περισσότερο τον καπετάνιο στο τιμόνι και μετά μαζεύτηκε κι αυτός χαμηλά δίπλα του.

Ο Τουμς είχε σκοπό να πλησιάσει πολύ πιο κοντά, σχεδόν να χορέψει με το πλοίο των Χιούγκοθ πριν κάνει την απότομη στροφή του δεξιά ή αριστερά, προς όποια κατεύθυνση έβλεπε ότι θα του χάριζε τη μεγαλύτερη απόσταση. Τώρα όμως, με τον μαύρο καπνό να υψώνεται από το εχθρικό πλοίο, έπρεπε να αποφασίσει αλλιώς.

Στρίβοντας δεξιά, όταν τα αριστερά κουπιά των Χιούγκοθ ακινητοποιήθηκαν μέσα στο νερό γυρίζοντας το πλοίο των βαρβάρων αριστερά, ο Τουμς έστριψε πάλι αριστερά, πιο απότομα από όσο είχε στρίψει ποτέ το Σκίπερ. Το πλοίο δίστασε θα ’λεγες για μια στιγμή, φάνηκε να στέκει ακίνητο στο νερό με τα σανίδια και το κατάρτι του να τρίζουν. Μετά όμως στράφηκε, ενώ το πανί του κρέμασε μόνο για μια στιγμή πριν φουσκώσει ξανά από τον άνεμο σπρώχνοντας το Σκίπερ προς τη νέα κατεύθυνση, η οποία, από μια παρήγορη σύμπτωση, το οδηγούσε ίσια προς το Μπέι Κόλθγουιν.

Ένα σμήνος από φλεγόμενα βέλη εκτοξεύτηκε από το πλοίο των Χιούγκοθ, καμιά εικοσαριά συνολικά, που έσκισαν τον αέρα αφήνοντας πίσω τους μαύρες γραμμές από καπνό. Πολλά έπεσαν στη θάλασσα ανάμεσα στα δύο πλοία, τα περισσότερα αστόχησαν κατά πολύ αλλά ένα καρφώθηκε στην πλώρη του Σκίπερ και ένα άλλο βρήκε την δεξιά άκρη του πανιού.

Ο Σάμους Μακ Κονρόι βρέθηκε αμέσως εκεί αρχίζοντας να χτυπάει τις φλόγες. Δύο ακόμη μέλη του πληρώματος έτρεξαν επίσης με κουβάδες κι έσβησαν τις φωτιές πριν προλάβουν να κάνουν ζημιά.

Αυτό δεν παρηγόρησε τον Άραν Τουμς στο τιμόνι, που είχε το βλέμμα καρφωμένο στον αντίπαλό του. Τα αριστερά κουπιά των Χιούγκοθ κωπηλατούσαν δυνατά, ενώ τα δεξιά κωπηλατούσαν ανάποδα στρέφοντας το πλοίο των είκοσι μέτρων γύρω από τον άξονά του.

«Πάνε πολύ γρήγορα», μουρμούρισε ο Άραν βλέποντας την απίστευτη στροφή, καταλαβαίνοντας ότι το Σκίπερ θα δυσκολευτεί να περάσει ανέπαφο από το έμβολο των Χιούγκοθ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, όμως. Δεν μπορούσε να στρίψει το πλοίο πιο πολύ, ούτε να προσπαθήσει να το επαναφέρει προς τα δεξιά.

Ήταν κανονικός αγώνας ταχύτητας, με τον άνεμο να φουσκώνει το πανί του Σκίπερ και τα κουπιά να σφυροκοπούν τα νερά δεξιά και αριστερά από το πλοίο των Χιούγκοθ. Το μικρό αλιευτικό πέρασε μπροστά από την πλώρη των βαρβάρων, που έστριβαν ακόμη, και άρχισε να απομακρύνεται. Για μια στιγμή τα πράγματα έδειχναν ότι αυτή η τολμηρή μανούβρα μπορεί να πετύχαινε.