Выбрать главу

Ο Όλιβερ συνέχισε να ροχαλίζει.

Η Σιόμπαν τον γαργάλισε στη μασχάλη. Ο χάφλινγκ άρχισε να γυρίζει ανάσκελα, αλλά η Σιόμπαν έβγαλε μια πνιχτή στριγγλιά πανικού και τον έπιασε από τον ώμο, κρατώντας τον στη θέση του πριν γίνουν ατυχείς αποκαλύψεις.

«Α, μικρό μου ζουζουνάκι», είπε ο Όλιβερ ξαφνιάζοντας την Σιόμπαν. «Ο κόρφος σου με ζεσταίνει τόσο πολύ…»

Η Σιόμπαν δεν ήταν σίγουρη, αλλά της φάνηκε ότι ο Όλιβερ φιλούσε το μαξιλάρι, κάτω από το μακρύ εσώρουχο που ήταν τυλιγμένο στο κεφάλι του.

Αρκετά, αποφάσισε, χτυπώντας αυτήν τη φορά δυνατά τον χάφλινγκ με την παλάμη στον πισινό — ένα ηχηρό, τσουχτερό χαστούκι.

Το κεφάλι του Όλιβερ πετάχτηκε πάνω, με το ένα μπατζάκι του εσώρουχου να κρέμεται πάνω στο πρόσωπό του. Φύσηξε μια-δυο φορές αλλά το ύφασμα ήταν πολύ βαρύ για ν’ ανασηκωθεί. Τελικά το έπιασε και το παραμέρισε αργά.

Τα καστανά μάτια του, κατακόκκινα από το χτεσινοβραδινό μεθύσι, άνοιξαν διάπλατα όταν είδε την Σιόμπαν να στέκεται δίπλα στο κρεβάτι του φορώντας μόνο το μισοφόρι, με το φόρεμά της διπλωμένο στο χέρι! Έσκυψε αργά να κοιτάξει το δικό του γυμνό σώμα και μετά γύρισε πάλι άναυδος στην Σιόμπαν.

«Ζουζουνάκι μου;» είπε μισοζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο, ενώ ένα χαμόγελο απλωνόταν στο πρόσωπό του τονίζοντας τα λακκάκια στα μάγουλά του.

«Ούτε να το σκέφτεσαι», απάντησε ανέκφραστα η Σιόμπαν.

Ο Όλιβερ έπιασε για λίγο το καλοψαλιδισμένο γενάκι του, μετά πέρασε το χέρι μέσα από τα μακριά κατσαρά μαλλιά του βγάζοντας το εσώρουχο από το κεφάλι του και προσπαθώντας να θυμηθεί τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας. Στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν θολά, θυμόταν όμως κάποια καμαριέρα…

Τα μάτια του σχεδόν πετάχτηκαν από τις κόγχες του, όταν συνειδητοποίησε ότι η Σιόμπαν δεν ήταν στο δωμάτιό του για ερωτικούς λόγους, ότι είχε έλθει να τον ξυπνήσει και τίποτα παραπάνω και ότι ο ίδιος ήταν γυμνός!

«Ωωω!» ξεφώνισε στρεφόμενος μ’ ένα πήδημα και καθίζοντας στο κρεβάτι. «Είσαι μια ξεδιάντροπη…» τραύλισε πνιγμένος από ντροπή. «Πού είναι το σπαθί μου;» φώναξε.

Το βλέμμα της Σιόμπαν πήγε στο στήθος του χάφλινγκ και μετά χαμηλότερα. Χαμογέλασε διασκεδάζοντας με την αμηχανία του και σήκωσε τους ώμους.

»Το ξίφος μου!» είπε ταραγμένος ο Όλιβερ. «Είσαι μια…» Πήδησε από το κρεβάτι πυρ και μανία αρπάζοντας το εσώρουχό του και κόντεψε να σωριαστεί κάτω καθώς προσπάθησε να το φορέσει περπατώντας. «Στη Γασκόνη έχουμε μια συγκεκριμένη ονομασία για τις γυναίκες σαν εσένα!» είπε γυρίζοντας προς την Σιόμπαν.

Τα όμορφα χαρακτηριστικά της μισοξωτικής σκοτείνιασαν μ’ ένα απειλητικό συνοφρύωμα.

«…Επικίνδυνη», του απάντησε.

Ο Όλιβερ πάγωσε. Το σκέφτηκε για μια στιγμή, κοιτάζοντας αυτή την τόσο όμορφη γυναίκα. Τελικά σήκωσε τους ώμους. Ναι, η λέξη “επικίνδυνη” της ταιριάζει, σκέφτηκε.

«Θα μπορούσες να χτυπήσεις την πόρτα πριν μπεις στο δωμάτιό μου», είπε, μιλώντας ήρεμα αυτήν τη φορά.

«Κόντεψα να την γκρεμίσω», απάντησε η Σιόμπαν. «Μήπως ξέχασες τη συνάντησή μας με τον Μπέλικ νταν Μπούρσο, βασιλιά του Νταν Ντάροου;»

«Να το ξέχασα;» διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ. Μάζεψε από κάτω το μεταξωτό του υποχιτώνιο και το φόρεσε. «Σε πληροφορώ ότι πέρασα όλη τη νύχτα με προετοιμασίες. Γιατί νομίζεις ότι με βρήκες τόσο κουρασμένο;»

«Το μαξιλάρι ήταν πολύ κουραστικό;» απάντησε η Σιόμπαν κοιτάζοντας το ανακατεμένο κρεβάτι.

Ο Όλιβερ γρύλλισε αφήνοντάς το το άφησε να περάσει έτσι. Ξαφνικά γονάτισε στο ένα πόδι, παραμέρισε την άκρη του παπλώματος αποκαλύπτοντας τη λαβή του ξίφους του και το τράβηξε από το σημείο όπου ήταν κρυμμένο, ανάμεσα στα στρώματα. «Εγώ δεν παίρνω ανάλαφρα την τόσο σημαντική μου θέση», δήλωσε. «Οι χάφλινγκ είναι πιο συντονισμενοί…»

«Συντονισμενοί;» τον διέκοψε η Σιόμπαν κοροϊδεύοντας τη γασκονική προφορά του Όλιβερ, που τόνιζε πολλές λέξεις στην τελευταία συλλαβή.

«Συντονισμενοί!» απάντησε θυμωμένος ο Όλιβερ. «Οι χάφλινγκ είναι πιο συντονισμενοί στη νοοτροπία και τις προτιμήσεις των νάνων, από τους ανθρωπούς και τους διάφορους ξωτικοτύπους!»

«Ξωτικοτύπους;» ψιθύρισε η Σιόμπαν, αλλά δεν έκανε τον κόπο να διακόψει τον Όλιβερ, που αγόρευε πλέον ποταμηδόν. Άρχισε να μιλάει ασταμάτητα για την αξία που έχουν οι διπλωμάτες χάφλινγκ, για το πώς σταμάτησαν τον ένα ή τον άλλο πόλεμο, πώς ξεγέλασαν “ηλίθιους ανθρώπους βασιλιάδες” και τους πήραν τα κοσμήματά τους, οικογενειακά και άλλα. Καθώς μιλούσε κοίταζε γύρω του ώσπου τελικά, σηκώνοντας το κεφάλι, είδε το καπέλο του να κρέμεται από τον στύλο του κρεβατιού. Χωρίς να χάσει τον ρυθμό του, γύρισε με ένα πέταγμα το ξίφος του για να το πιάσει από τη λάμα και μετά το τίναξε ίσια προς το ταβάνι με τη λαβή προς τα πάνω. Το ξίφος μετά από μια καμπύλη τροχιά χτύπησε το καπέλο ξεκρεμώντας το από τον στύλο και έπεσαν μαζί κάτω.