Выбрать главу

Το καταλάβαινε αυτό, το ένιωθε χωρίς ενδοιασμούς, και η Κατρίν, ξέροντάς τον καλά, του είχε απόλυτη εμπιστοσύνη.

Έτσι όπως καθόταν πάνω στην πέτρα ακούγοντας μόνο κάποια κροταλίσματα πού και πού από τη φωτιά και το βογγητό του ανέμου ανάμεσα στους πέτρες, με την ομορφιά των αστεριών από πάνω και την Σιόμπαν να του κρατάει συντροφιά, ο Λούθιεν Μπέντγουιρ ένιωσε πόσο τυχερός είχε σταθεί στη ζωή του. Με τον νου του γεμάτο από σκέψεις αγάπης για την Κατρίν, αποκοιμήθηκε γαλήνια σαν παιδί.

Η Σιόμπαν δεν μπορούσε να ησυχάσει. Παρακολουθούσε τον Λούθιεν και, όταν βεβαιώθηκε ότι είχε κοιμηθεί, έβγαλε από την τσέπη της μια τυλιγμένη περγαμηνή. Συνεχίζοντας να κοιτάζει κάθε τόσο τον Λούθιεν, την άνοιξε με προσοχή σκύβοντας κοντά στη φωτιά για να τη διαβάσει για άλλη μια φορά.

Στην Σιόμπαν τη γλυκιά μισοξωτική, Από έναν χάφλινγκ γενναίο και πιστό! Του πολέμου το καθήκον με καλεί, Μακριά απ’ το γλυκό μου ρόδο να βρεθώ.
Μα μήτε θάλασσα μήτε στεριά Μήτε βουνά, ποτάμια και μονόφθαλμοι, Δεν σταματούν τη σκέψη μας στον άλλο σαν πετά, Δεν κρύβουν της καρδιάς μας την απόφαση.
Μια αύρα το γενάκι μου φυσά, Καθώς γυρίζω την ομορφιά σου να θαυμάσω. Γιατί να μ’έχει τόση ανάγκη η στρατιά; Όμως του ήρωα το καθήκον πάω να κάνω!

Φεύγω, μα όχι για πολύ!

Όλιβερ

Η Σιόμπαν, αφού δίπλωσε πάλι προσεχτικά το γράμμα, το έβαλε στην τσέπη της. «Χαζέ Όλιβερ!» ψιθύρισε κουνώντας το κεφάλι, αναρωτούμενη σε τι πάει να μπλέξει. Πήρε ένα ξύλο και σκάλισε τη φωτιά καταφέρνοντας να ανάψει μια μικρή φλόγα από τα σχεδόν καμένα ξύλα.

Τι είναι αυτά τα καμώματα του Όλιβερ; αναρωτήθηκε και αναστέναξε βαθιά, ξέροντας ότι οι ρομαντικές διαθέσεις του χάφλινγκ απέναντι της μπορεί να την γελοιοποιούσαν. Ο Όλιβερ είχε μια δικαιολογημένη φήμη γόη ανάμεσα σε πλύστρες κι άλλες αφελείς γυναίκες, αλλά εκείνες που καταλάβαιναν καλύτερα τον κόσμο, που έβλεπαν την αλήθεια πίσω από τους κομπασμούς και τα κλεμμένα πολυτελή ρούχα του χάφλινγκ, θεωρούσαν αστεία αυτή την πλευρά του. Τα άτεχνα ποιήματά του, σαν αυτό που της έστειλε με το γράμμα, μπορεί να εντυπωσίαζαν μια νεαρή κοπέλα ή μια γυναίκα που ζει άχαρη ζωή και δεν έχει διαβάσει τα έργα των μεγάλων βάρδων, αλλά η Σιόμπαν δεν ήταν κανένα ανόητο κοριτσόπουλο. Έβλεπε τον χάφλινγκ καθαρά, όπως πραγματικά είναι.

Τότε όμως γιατί της έλειπε τόσο πολύ;

Η Σιόμπαν κοίταξε τον Λούθιεν χαμογέλώντας με τα ροχαλητά του. Η φλόγα είχε σβήσει, η φωτιά ήταν ένας σωρός από πορτοκαλί κάρβουνα αλλά ζέσταινε αρκετά, έτσι η Σιόμπαν βολεύτηκε στη θέση της και, αφού έριξε μια τελευταία ματιά για να βεβαιωθεί ότι το μονοπάτι είναι άδειο, άφησε να την πάρει ο ύπνος.

Ένας ύπνος γεμάτος από τις εικόνες ενός συγκεκριμένου χάφλινγκ.

Η επόμενη μέρα ξημέρωσε κρύα και συννεφιασμένη, με τον ουρανό να προμηνύει βροχή. Μια πυκνή ομίχλη σκέπαζε τα βουνά ανεβαίνοντας από τους ποταμούς για να ενωθεί με τα χαμηλά σύννεφα, έτσι ώστε όλος ο κόσμος γύρω τους έμοιαζε γκρίζος. Η καταχνιά δεν περιόριζε μόνο την ορατότητα αλλά έπνιγε και τους ήχους, έτσι ο Λούθιεν με την Σιόμπαν χρειάστηκαν αρκετή ώρα για να εντοπίσουν τους Κάτερς, που ήταν κατασκηνωμένοι εκεί κοντά.

Ένα από τα ξωτικά πρότεινε να περιμένουν μέχρι να διαλυθεί η ομίχλη, όμως ο Λούθιεν δεν συμφώνησε.

«Τα πλοία έχουν ξεκινήσει», τους υπενθύμισε. «Η άλλη στρατιά έχει περάσει το Τείχος του Μαλπουισάν. Ενώ εμείς καθόμαστε εδώ και μιλάμε, αυτοί μπορεί να πλησιάζουν στο Πρίνσταουν».

Χωρίς άλλες αντιρρήσεις, τα μέλη της ομάδας σχεδίασαν τις διαδρομές που θα ακολουθούσαν και χώρισαν αφήνοντας δύο ξωτικά σε εκείνο το σημείο του κύριου μονοπατιού, να περιμένουν τους επικεφαλείς της δύναμης που ακολουθούσε.

Ο Λούθιεν και η Σιόμπαν προχωρούσαν σταθερά, ενώ οι άλλοι ανιχνευτές χάθηκαν από τα μάτια τους σχεδόν αμέσως μόλις ξεκίνησαν. Ένιωθαν τελείως μόνοι, μολονότι ήξεραν ότι δεν είναι. Βρίσκονταν βαθιά μέσα στο Άιρον Κρος τώρα, πολλά χιλιόμετρα πιο μακριά από το σημείο όπου είχαν φτάσει για να πιάσουν τον δούκα Ρέσμορ. Ήξεραν ότι οι άλλες ομάδες ανιχνευτών ήταν κοντά, αλλά εξίσου κοντά μπορεί να ήταν και οι μονόφθαλμοι.